Γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ κανεὶς γρόσια, ἄλλος τρόπος δὲν εἶναι, πρέπῃ νἄχῃ μεγάλη τύχη, νὰ εὕρῃ στραβὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς μ᾿ ἕνα μάτι, δὲν τοῦ χρειάζονται δύο. Πρέπει νὰ φάῃ σπίτια, νὰ καταπιῇ χωράφια, νὰ βουλιάξῃ καράβια, μὲ τριανταὲξ τὰ ἑκατὸ θαλασσοδάνεια, τὸ διάφορο κεφάλι.
Αλ. Παπαδιαμάντη “Τὰ βενέτικα”
Ὁ Θεός, ὅστις ἔκαμε τὰς ἀράχνας διὰ νὰ συλλαμβάνουν τὰς μυΐας, παρεχώρησε νὰ ὑπάρχουν οἱ τοκογλύφοι, διὰ νὰ τιμωροῦνται οἱ μέθυσοι καὶ οἱ ὀκνηροί.
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ὁ πεντάρφανος”..
- Καὶ τὰ κουνούπια πῶς νὰ ηὗραν τρόπον κι ἐσώθησαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κι ἡ μῦγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κι οἱ μουσίτσες; -Καὶ τὰ μικρόβια; (…) -Κι ὁ ψύλλος, τάχα, ποῦ νὰ ἐτρύπωσε, καὶ κατώρθωσε νὰ γλυτώσῃ; εἶπεν ἡ δασκάλα.
- Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι στὴν κάλτσα τῆς Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος. Ὅλοι ἐκάγχασαν. - Μὰ ἡ ψείρα;
- Ὤ, ἡ ψείρα; Xωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴ γενειάδα τοῦ Νῶε.
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας”
« … Ω ! επτάκις μόνον !… εβδομηκοντάκις επτά θα είχον τώρα ανάγκην να περιζώσω τον ναόν της Αγίας Αναστασίας !… Τοσάκις είχε περιεζωσμένην την καρδίαν μου η άκανθα της πικράς αγάπης, τοσάκις την είχε περισφίξει το ερπετόν πάθος, το δολερόν…ευλαβούμην να είπω εις την Αγίαν, ησχυνόμην να ομολογήσω προς εμαυτόν, ότι ήμην, οψέ ήδη της ηλικίας, λεία του πάθους και έρμαιον… Αλλά προς τι να προσφέρω λαμπάδας και μοσχολίβανον, προς τι να περιζώσω με κηρία τον ναόν ; Η Αγία ηδύνατο ίσως να με θεραπεύσει, αλλ’ εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευθώ. Θα επροτίμων να καίωμαι εις την φλόγαν την βραδείαν… Υπάρχουν εις τον Παράδεισον Άγιοι δεχόμενοι τας ευχάς των ερώντων; … Τάχα εκεί, δίπλα εις το παρεκκλήσιον της Φαρμακολυτρίας, εις το παλαιόν εκείνο μεγαλομάρμαρον κτήριον, το αινιγματώδες, να υπήρχε το πάλαι ιερόν της Αφροδίτης, να υπήρχε βωμός του Έρωτος ;
Ω ! και όμως ετηκόμην… ώρας–ώρας επεθύμουν, ει δυνατόν, να ιατρευθώ.
Βοήθει, Αγία Αναστασία…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η Φαρμακολύτρια”
« … Το σκολειό δεν έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα. Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. Πώς μπορεί, το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχει μπελά απ’ το πρωί ως το βράδυ ; Και πού συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψει ; Μπορεί να τα χορταίνει κομμάτια ; Μήπως χορταίνουν, οι διαόλοι, ποτέ ; Και είναι ικανή μία χήρα γυναίκα να τρέχει από γιαλό σε γιαλό, από βράχο σε βράχο, για να τα συμμαζώνει ; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος ; Για να έχει το βάρος αυτό, να είναι οι γονιοί ήσυχοι.
Όταν είναι συμμαζωμένα εκεί – δα, μες στο σκολειό, γλιτώνει ο γονιός και κάμποσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία, που είναι ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακες και τα χαρτιά τους, τους τοίχους και το πάτωμα, για να είναι οι νοικοκυραίοι ησυχότεροι για τες αχλαδιές των, τες βερικοκιές των, τες συκιές και τ’ αμπέλια των. Η καθεμιά πανδρεμένη, το λοιπόν, πρέπει να έχει μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι πλιότεροι άνδρες λείπουν χρόνο - χρονικής, η καθεμιά χήρα πρέπει να έχει μέρος για να ρίχνει το στριγγλικό της, τ’ αρφανό της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχει μέρος για να βάζει τον πάπο της, τον χήνο της, κι η καθεμιά φτωχή το θάρρος της και την απαντοχή της. Αυτά…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Η δασκαλομάνα”
Η γλώσσα αύτη, εις ην είναι γεγραμμένα το τε Ευαγγέλιον και τα ιερὰ άσματα, έχει το μοναδικὸν εις τον κόσμον προνόμιον να εξακολουθὴ και μετὰ είκοσι αιώνας να είναι ζωντανή, εις την ακοὴ τουλάχιστον. Ας δοκιμάσῃ τις να μεταφράση εν τροπάριον εις την δημώδη, και τότε θα ίδη ότι η γλώσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. "Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…" Θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ’ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). "Ἄξιόν ἐστιν ὣς ἀληθῶς ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…" Ἀξίζει ἀληθινὰ να σὲ καλοτυχίζουμε σένα τῇ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.
Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνὰ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία να κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει να ἐπικαλώμεθα.
Ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν "Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω" καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ τελειότερος βίος δεν εἶναι δι’ ὅλους, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους "οἷς δέδοται", ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τὶ δεν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.
Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία... Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
Αλ. Παπαδιαμάντ
Εἰς ἕνα μνῆμ᾿ ἀγνώριστο μικροῦ κοιμητηρίου
δὲν θέλω νὰ τὸ βλέπωσιν ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου,
μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μηδ᾿ ἀπεχθὴς ἰτέα
νὰ τὸ σκιάζῃ. Καταιγὶς ἂς τὸ κτυπᾷ βιαῖα!
δὲν θέλω νὰ τὸ βλέπωσιν ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου,
μηδὲ κυπάρισσος σκαιά, μηδ᾿ ἀπεχθὴς ἰτέα
νὰ τὸ σκιάζῃ. Καταιγὶς ἂς τὸ κτυπᾷ βιαῖα!
Καὶ δὲν ποθῶ θυμίαμα, δὲν θέλω ψαλμῳδίαν,
νὰ ἔλθης μόνον σὲ ζητῶ, μίαν θαμβὴν πρωΐαν,
νὰ βρέξης μ᾿ ἕνα δάκρυ σου τὸ διψασμένον χῶμα,
κι ἂς σβύση μὲ τὸ δάκρυ σου καὶ τ᾿ ὄνομά μου ἀκόμα...
νὰ ἔλθης μόνον σὲ ζητῶ, μίαν θαμβὴν πρωΐαν,
νὰ βρέξης μ᾿ ἕνα δάκρυ σου τὸ διψασμένον χῶμα,
κι ἂς σβύση μὲ τὸ δάκρυ σου καὶ τ᾿ ὄνομά μου ἀκόμα...
Αλ. Παπαδιαμάντη “Ρόδινα Ἀκρογιάλια”
« … Ήταν ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθεις,
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες.
Όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες…»
Αλ. Παπαδιαμάντη
ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ: «ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ» ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου