Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

ΓΛΩΣΣΑΣ ΠΑΙΔΕΜΑΤΑ


Του Ευριπίδη Αντωνόπουλου

         Η Ελληνική Πολιτεία, δυστυχώς, δείχνει να είναι ανυποψίαστη  για όσα συμβαίνουν εις βάρος της παιδείας μας και να μην θέλει να καταλάβει ότι ο μεγάλος ασθενής της χώρας είναι η παιδεία μας. Οι έλληνες υφίστανται γλωσσικήν ταλαιπωρίαν δίχως να υπάρχει λόγος.
       Ιδιαιτέρως υποφέρει η νεολαία από τας συνεχείς μεταβολάς στη σχετική νομοθεσία για την γλώσσα.
        Αδικαιολογήτως διεξάγεται αγών επιβολής της δημοτικής επί της καθαρευούσης που τελικώς θα βλάψει περισσότερον την δημοτικήν παρά την καθαρεύουσαν...
    Η γλώσσα όμως, ως επιστήμη, δια να προοδεύσει και να εξελιχθεί προς ανώτερα επίπεδα αποδόσεως λογισμών και αισθημάτων έχει ανάγκην ελευθερίας, αλλιώς μένει ανεξέλικτος, οπισθοδρομεί και μαραίνεται (αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός του Σιωνιστικού ιερατείου, του Κίσινγκερ, των Μασώνων, του Ρόταρυ, του Καραμανλή, του Ράλλη, του νεκροθάφτου της γλώσσας, του Παπανδρέου, του καταργήσαντος τους τόνους, και τόσων άλλων ανθελλήνων, μισελλήνων και εντολοδόχων). Η Ελληνική γλώσσα είναι ΜΙΑ με πολλάς μορφάς. Σήμερα, οι Έλληνες από τυπικής απόψεως διαθέτουν τρεις μορφάς γλώσσης:
     Α) Την Καθαρεύουσα, που είναι πλήρης, αυτάρκης και σαφής, αλλά στον προφορικό λόγο μειονεκτεί σε ωρισμένα σημεία, όπου επικρατούν γλωσσικά στοιχεία της δημοτικής, π.χ. έτσι, πιο, στο, που, για, κ.τ.λ. Αυτά και πολλά άλλα στοιχεία της δημοτικής επιβάλλεται να υιοθετηθούν από την καθαρεύουσαν ως καθιερωθέντα λόγω καθολικής χρήσεως και αναγνωρίσεως. Πρέπει να αποδεχθώμεν την προσθήκη και τροποποίηση διαφόρων στοιχείων της καθαρευούσης, επειδή έτσι διατηρείται ολοζώντανος η καθαρεύουσα, αφού εξελίσσεται. Απεναντίας, αν απορρίψωμεν κάθε μεταβολή, τότε αρνούμεθα την εξέλιξιν, πράγμα απαράδεκτον, εφ όσον παντού η εξέλιξις αποτελεί νόμον υπάρξεως και ζωής.
     Β) Την Δημοτικήν, που δεν είναι πλήρης, ούτε αυτάρκης ούτε σαφής. Στην πραγματικότητα η δημοτική είναι μια μορφή ελληνικής γλώσσης εν τω γίγνεσθαι. Διαπλάσσεται συνεχώς και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, χωρίς να είναι βέβαιον και αν θα ολοκληρωθεί κάποτε. Λέγει π.χ. η Δημοτική νερό αντί ύδωρ. Ωστόσο σταματά στο νερό, διότι όλα τα σχετιζόμενα με το νερό προέρχονται από το ύδωρ, π.χ. υδραγωγείον, υδραυλικός, ύδρευσις, υδρωπικία, άνυδρος, ενυδρείον, αφυδάτωσις. Επίσης λένε Εταιρεία Υδάτων και όχι Εταιρεία Νερών. Άλλο παράδειγμα με το σπίτι. Η Δημοτική δεν δύναται να αποδώσει με το σπίτι τας εννοίας που δημιουργούνται με βάσιν την οικίαν, π.χ. κάτοικος, ένοικος, μέτοικος, παροικία, οικισμός, οικιακά, οικοκυρά, οικονομία, κ.τ.λ. Στην Δημοτική λέγουν χέρι, αλλά η χειρ της καθαρεύουσας διατηρείται παντού, όπως χειροτονώ, χειρισμός, υποχείριος, χειροδικώ, αριστερόχειρ, αυτόχειρ, εγχειρίζω, χειροτεχνία, χειροφίλημα, χειροποίητος, κ.τ.λ. Έρχονται όμως οι αρτηριοσκληρωτικοί δημοτικισταί, παίρνουν το αυτόχειρ και το κάνουν αυτόχειρα και νομίζουν ότι έτσι συγκροτούν την δημοτική, ενώ επιτυγχάνουν την κακοποίησιν της καθαρεύουσας. Είναι εύκολον να εντοπίσετε αφθονία, ατελείωτων πλήθος παραδειγμάτων που επιβεβαιώνει την φτώχεια της δημοτικής, η οποία κι εκεί που επέβαλε μια δική της λέξη υποχωρεί όταν πρόκειται να γίνει σύνθεσις. Για παράδειγμα, επικρατούν λέξεις όπως το αυτί (αντί το ούς) ή το μάτι (αντί ο οφθαλμός), στη σύνθεση όμως έχουμε: ωτακουστώ, ωτορινολαρυγγολόγος, ωτασπίδες, παρωτίτις … και οφθαλμίατρος, εποφθαλμιώ, οφθαλμοφανές κ.τ.λ., αντίστοιχα.
     Εκτός του ότι η δημοτική δεν είναι πλήρης, δεν είναι και αυτάρκης με συνέπεια κάθε τόσο να υποχρεώνεται να δανείζεται λέξεις, όρους, κλίσεις, τύπους κ.τ.λ. Για παράδειγμα, καταργεί την τρίτη κλίσιν και λέγει «ο κουρέας – του κουρέα», «ο γονέας – του γονέα» αντί του «ο κουρεύς – του κουρέως», «ο γονεύς – του γονέως». Στον πληθυντικό όμως διατηρεί το κουρείς και γονείς της καθαρευούσης. Ο δημοτικιστής θα πει οι γονιοί, αλλά όμως δεν θα πει οι κουριοί.         
     Η τρίτη κλίσις, καίτοι καταργηθείσα, επικρατεί στα ουδέτερα όπως δράμα – δράματος, βήμα – βήματος. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ ότι ένας δημοτικιστής μπορεί να πει: δράμα – δραμάτου, βήμα – βημάτου. Επιπλέον η δημοτική αρνείται τας χρονικάς αυξήσεις. Μερικαί εξ αυτών πηγαίνουν στην γλώσσα και τας δέχεται άριστα η καθαρευούσα, π.χ. μίλησα αντί ωμίλησα. Υπάρχουν όμως ρήματα που, αν δεν πάρουν την χρονικήν αύξησιν, δεν μπορούμεν να τα εκφράσωμεν. Για παράδειγμα, αν δεν βάλλωμεν χρονικήν αύξησιν, πως θα λεχθεί: «ησκείτο η εξουσία»; Το ασκώτανε είναι καθαρή ηχορύπανσις!!    
    Με την κατάργησιν της τρίτης κλίσεως, προέκυψαν σοβαρά προβλήματα στη δομή και την ορθογραφία της γλώσσης.
    Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η δημοτική αλλάζει καταλήξεις, αποβάλλει χρονικάς αυξήσεις και ελαττώνει κλίσεις. Κάνει δηλαδή επιφανειακή εργασία και όχι ουσιαστική. Το βέβαιον πάντως είναι ότι περιορίζει την γλώσσαν. Καταργεί εγκλίσεις, απαρέμφατα, μετοχάς, δοτικάς, τριτόκλιτα, αυξήσεις κ.τ.λ. Με άλλα λόγια, αντί να πλουτίζει, φτωχαίνει την γλώσσα.
    Γ) Την Καθομιλουμένη, που αποτελεί ένα μείγμα καθαρευούσης και δημοτικής. Κατά την συντριπτική τους πλειοψηφίαν οι Έλληνες μιλούν την Καθομιλουμένην. Σημειώστε ότι είπα μιλούν και όχι ομιλούν. Αλλά θα πω ομιλία, ομιλητής, διότι δεν γίνεται αλλιώς. Πιστεύω ότι ο προορισμός της Καθομιλουμένης είναι να παίρνει στοιχεία της δημοτικής και όσα εξ αυτών αντέχουν στην γλωσσικήν πρακτικήν δοκιμασίαν, να τα διατηρεί, να τα διαμορφώνει και να τα διοχετεύει στην καθαρευούσα, που είναι ο ακλόνητος κορμός της εθνικής μας γλώσσης.       
      Το κράτος έχει το δικαίωμα να επιλέξει την επίσημον μορφήν της γλώσσης του λαού. Το δικαίωμα του αυτό δεν ασκείται ανεξελέγκτως. Δεσμεύεται ιστορικώς, γλωσσολογικώς και εθνικώς. Οφείλει η Πολιτεία να σεβασθεί την παράδοσιν, να ακολουθήσει τους νόμους της γλωσσολογίας και δια της γλώσσης να συμβάλει στην προαγωγή της Εθνικής Ιδέας. Μια κρατική απόφασις π.χ. που θα επέβαλε το λατινικόν αλφάβητον στη θέση του Ελληνικού αναμφισβήτητα είναι αντίθετος προς την ελληνικήν παράδοσιν, αντίκειται προς τους γλωσσικούς νόμους που διέπουν την γλώσσαν ενός έθνους ως παράγοντες του πολιτισμού του και φυσικά είναι πράξις ΠΡΟΔΟΤΙΚΗ, διότι πλήττει την Εθνική Ιδέα στον γλωσσικόν χώρον. Αι κυβερνήσεις της «Νέας Δημοκρατίας» εξεθεμελίωσαν την ελληνικήν παιδείαν. Το Π.Α.Σ.Ο.Κ. δυστυχώς συνέχισε το κατεδαφιστικόν πρόγραμμα που άρχισε η Ν.Δ.
       Πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσει ο γλωσσικός κατήφορος και η κακοποίηση της γλώσσης, στην οποίαν με αηδιαστικήν ευχαρίστησιν επιδίδονται οι καθηγηταί πανεπιστημίων, οι ακαδημαϊκοί και οι – κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενοι – πνευματικοί άνθρωποι. Είναι θλιβερό το θέαμα παλιμπαιδισμού των «επιστημόνων» οι οποίοι πιθηκίζουν στη δημοτική. Εννοείται ότι ενώ οι αρμόδιοι φορείς – π.χ. Ακαδημία, Φιλοσοφική Σχολή κ.τ.λ. – είχαν την υποχρέωσιν να ασχοληθούν με το γλωσσικό, το εγκατέλειψαν και άφησαν αγνώστους επιτροπάς αγνώστων υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας να το λύσουν. Και μόνον το γεγονός ότι η Ακαδημία δεν εξέδωσε μελέτας δια την γλώσσαν και το ελληνικό αλφάβητον, αρκεί δια να κλεισθεί αυτό το ίδρυμα, το οποίον απεδείχθη ανίκανον να εκδώσει το λεξικόν της ελληνικής γλώσσης και να μεταφράσει τους αρχαίους συγγραφείς, να ανταποκριθεί δηλαδή στον μόνον σκοπόν δια τον οποίον ιδρύθη.
      Χρειαζόμαστε, κύριοι πνευματικοί και πολιτικοί άνδρες της χώρας, - αν θέλετε να σταθείτε στο ύψος της ιστορικής σας ευθύνης και να μην κατηγορηθείτε κι εσείς, όπως και κάποιοι άλλοι, ότι παραδώσατε κομμάτια της εθνικής κληρονομιάς μας χωρίς στοιχειώδη άμυνα και αντίσταση – εθνική αμυντική πολιτική, στρατηγική για την γλώσσα και την ορολογία και – γιατί όχι; –  και μια επιθετική γλωσσική πολιτική, που θα προτείνει και θα εργάζεται μέσα σε ευρωπαϊκά, αλλά και διεθνή αρμόδια όργανα, για την θεσμοθέτηση και επικράτηση της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΡΙΖΑΣ των όρων.
      Σήμερα οι παλαιοί εκείνοι προοδευτικοί αντελήφθησαν ότι η αλλαγή του μονοτονικού φέρνει την αλογία και την χαμηλή νοημοσύνη. Μήπως ήλθε η ώρα, κατά την διαδικασίαν της επανελληνοποιήσεως, να επαναφερθεί το πολυτονικό στην εκπαίδευση και τη Δημόσια Διοίκηση; Είκοσι χρόνια αλαλίας και αγλωσσίας δεν είναι αρκετά;
      Μπορεί ειλικρινώς κανείς σήμερα να αμφισβητήσει πως υπάρχει «γλωσσικό πρόβλημα», πρόβλημα χρήσης και ποιότητας γλώσσης, όταν διαβάσει δημόσια έγγραφα στη δημοτική, όταν ακούσει ανταποκρίσεις από τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας, όταν διαβάσει γραπτά κείμενα εξετάσεων φοιτητών των πανεπιστημίων μας;
       Ήταν λάθος η κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών. Με αυτό, φυσικά δεν εννοώ ότι, όταν διδάσκονταν, διδάσκονταν σωστά. Αλλά όχι επειδή είναι άρρωστο το φύλλο, να ξεριζώσουμε ολόκληρο το δέντρον! Αν ο Έλληνας δεν ξέρει και δεν μάθει την γλώσσα του, θα καταλήξει σε γλωσσική έρημο, σε αβιταμίνωση. Η γλώσσα μας όχι μόνο είναι ενιαία, αλλά κανείς δεν μπορεί να γράψει και να μιλήσει σωστά στη δημοτική, αν δεν ξέρει τις ρίζες της. Είναι ανάγκη ο μαθητής να εξοικειώνεται στο Γυμνάσιο όσο γίνεται περισσότερο με ένα πλουσιότερο λεξιλόγιο – και  εννοώ και αρχαιότερο επίσης λεξιλόγιο – για να κατανοεί ευκολότερα και τα πνευματικότερα ακόμη κείμενα που θα τον ενδιέφεραν και παράλληλα να χειρίζεται με μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια το γλωσσικό του όργανο.
       Επειδή το άρθρο της κ. Ελένης Γκουντουρά ανεφέρθη και σε πολιτικά πρόσωπα, σας πληροφορώ ότι ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδος που ανεγνώρισε την σπουδαιότητα της δημοτικής ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος μάλιστα επρολόγισε και την Γραμματικήν της δημοτικής του Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Συνεπώς η προοδευτική τάσις στο γλωσσικό ανήκει πολιτικώς στους εθνικιστάς και όχι στους δημοκράτες προοδευτικούς ή τους κομμουνιστάς. Διότι, οι μεν πρώτοι, με επικεφαλείς τον Ελ. Βενιζέλον και τον Γεώργιον Παπανδρέου, εχρησιμοποίουν μόνον την καθαρευούσαν, οι δε δεύτεροι, ακόμη και την ιδρυτικήν διακήρυξιν του ΕΑΜ την έγραψαν στην καθαρευούσαν. Διατί άραγε το ΚΚΕ απαρνήθηκε την καθαρευούσα και ακολούθησε τη «γλώσσα του λαού» την οποίαν προηγουμένως δεν εχρησιμοποίει;       
        Οι Μπολσεβίκοι της Ρωσίας συνέχισαν τα τσαρικά σχέδια για αφελληνισμό και απαγόρευσαν στο ΚΚΕ να γράφει στην καθαρευούσαν. Το ΚΚΕ, πιστό όργανο της Ρωσίας, υιοθέτησε άνευ αντιρρήσεως τας εντολάς και οδηγίας της Μόσχας και το 1944 προετοιμάζουν ένα «Σχέδιο μιας Λαϊκής Παιδείας», εισήγηση του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ στη Γραμματεία Παιδείας της ΠΕΕΑ όπου ζητείται η «κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας». Δηλαδή εζήτησαν να εφαρμόσουν ένα μέτρο που καμία γλώσσα στον κόσμο δεν έκανε και φυσικά ούτε σε καμία κομμουνιστική χώρα έγινε. Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν.
        Οι πραγματικοί Έλληνες δημοτικισταί είναι εθνικισταί, όπως ήτο και ο Ψυχάρης, ο οποίος στον τάφο του στην Χίο έβαλε να χαράξουν το επίγραμμα: «αντίκρυ μου κοιτάζω την Ασία ως που να πάμε μια μέρα και στην Πόλη».
       Αντίθετα οι κομμουνισταί διεκήρυτταν αδιαντρόπως ότι: «Αν δεν νικιόμασταν στη Μικρασία η Τουρκία θα’ τανε σήμερα πεθαμένη κι εμείς Μεγάλη Ελλάδα, γι’ αυτό εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία μα και την επιδιώξαμε» (Ριζοσπάστης 12 – 7 – 1935). Αστοτσιφλικάς είναι λοιπόν ο Ψυχάρης;

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «5 + 1 το περιοδικό του Οικουμενικού Ελληνισμού» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου