Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ. ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΕΛΕΝΗ ΣΤΕΡΓΙΟΥ



Το στόλισμα της νύφης (Πηγή: http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr)


Α. Καταγωγή-Οικογενειακά στοιχεία

Με λένε Ελένη Στεργίου και είμαι 70 χρονών. Ο πατέρας μου ήταν από το Άνυδρο Στυλίδος και η μητέρα μου από την Παλιοκερασιά. Ήταν και οι δύο αγρότες. Τους αγαπούσα και τους δύο το ίδιο. Ήταν καλοί γονείς. Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Άνυδρο και τα νεανικά μου χρόνια στο Κωσταλέξι. Στο χωριό, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν δρόμοι, πλατείες, πάρκα και παιδικές χαρές. Τα πιο πολλά σπίτια ήταν χτισμένα από πέτρα και ήταν πολύ παλιά.
Οι γάμοι τότε γίνονταν με προξενιά, εφόσον τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν γνωριμίες όπως σήμερα. Στην οικογένειά μου ήμασταν 6 αδέρφια, 3 κορίτσια και 3 αγόρια. Μεταξύ μας μαλώναμε για πολλούς λόγους αλλά κυρίως για τα παιχνίδια. Οι γονείς μας άφηναν να βγαίνουνε μόνα τους έξω πιο πολύ τ’ αγόρια παρά εμάς τα κορίτσια. Όταν έλειπε η μητέρα μας, τότε τα πιο μεγάλα αδέρφια πρόσεχαν τα μικρότερα...

Η μεγαλύτερη αταξία που έκανα ήταν ότι έσπασα μια στάμνα που βάζαμε νερό για να κρυώνει και γι’ αυτό το λόγο με μάλωσε. Τότε μας έδερναν εάν κάναμε καμιά ζημιά και δεν το λέγαμε, μόνο τότε.


Β. Σχολική ζωή

Τότε ξεκινάγαμε το σχολείο στα 7 χρόνια και τελειώναμε στα 13. Πήγα στο σχολείο του χωριού μου. Ήταν στο Άνυδρο. Είχε μόνο μία τάξη και υπήρξε μόνο ένας δάσκαλος. Είχε ένα προαύλιο με λουλούδια και ένα γραφείο του διευθυντή. Το σχολείο ήταν μακριά και πήγαινα με τα πόδια. Το αγαπούσα και μου άρεσε το σχολείο. Είχε γύρω στους 30 μαθητές. Πηγαίναμε και πρωί και απόγευμα. Τα μαθήματα ήταν 7 ώρες και κάναμε γραφή, ανάγνωση, χορό, μαθηματικά. Ο δάσκαλος ήταν αυστηρός και με μια βέργα μας χτύπαγε στο χέρι. Ως μαθήτριες τα κορίτσια ήταν πιο καλά από τα αγόρια. Γράφαμε σε πλάκα με κοντυλοφόρο. Τα βιβλία μας ήταν μεγάλα και μικρά. Δεν τα κράτησα.
Σε γιορτές έλεγα ποιήματα αλλά δεν θυμάμαι κάποιο. Από το σπίτι παίρναμε κολατσιό για το σχολείο. Στα διαλείμματα παίζαμε κουτσό. Παρέλαση δεν πέρασα. Τότε δεν γινόταν παρέλαση.
Άλλα σχολεία στο χωριό δεν υπήρχαν. Στο σχολείο πήγαιναν όλα τα παιδιά. Μερικά παιδιά δεν τελείωναν το σχολείο και σταματούσαν.
Οι γονείς μου ξέρανε γράμματα, αλλά ο πατέρας μου πιο πολλά. Δεν είχα σκεφτεί να σπουδάσω. Τους γονείς μου δεν τους ενδιέφερε, ήθελαν μόνο να τελειώσουμε πρώτα το δημοτικό για να κάνουμε τις αγροτικές δουλειές. Να τους βοηθάμε. Στα μαθήματά μου με βοηθούσε ο μεγαλύτερος αδερφός μου.
Ξένες γλώσσες τότε δεν μαθαίναμε στα χωριά. Υπήρχε φτώχεια. Είναι αλήθεια ότι μερικά παιδιά ήταν ξυπόλυτα. Τα ρούχα των παιδιών ήταν φτιαγμένα από παλιά ρούχα και τα μπαλώναμε.
Η σχολική τσάντα μου ήταν από ύφασμα.


Γ. Παιχνίδια

Πρώτο και κύριο παιχνίδι στα κορίτσια ήταν ο χορός και των αγοριών η γουρούνα. Παίζαμε στην αυλή του σπιτιού. Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν ο χορός και το κουτσό. Ποδόσφαιρο έπαιζαν μόνο τ’ αγόρια. Οι μπάλες ήταν από πανιά και τις φτιάχναμε μόνοι μας. Χαρταετό φτιάχναμε μόνοι μας και τον πετάγαμε. Τον φτιάχναμε από εφημερίδα.
Από παιχνίδια περισσότερο θυμάμαι τις κούκλες που φτιάχναμε από πανιά και το χορό, που ήταν και τα αγαπημένα παιχνίδια των κοριτσιών. Μαζί, αγόρια και κορίτσια, παίζαμε τους σακάδες και τον κουτσό. Επίσης φτιάχναμε σπιτάκια με λάσπες και πέτρες.
Δεν υπήρχαν τότε ποδήλατα, ούτε πατίνια. Πουλιά κυνηγούσαμε με ξόβεργες. Δεν είχαμε πουλιά σε κλουβιά. Δεν πηγαίναμε για ψάρεμα.
Δεν έφαγα παγωτό τότε, γιατί δεν υπήρχαν παγωτά.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

Τις ελεύθερες ώρες, κάποιες φορές, βάζαμε το γραμμόφωνο και χορεύαμε. Δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε εφημερίδες και περιοδικά. Οι παππούδες και γιαγιάδες μας έλεγαν ιστορίες με νεράιδες.
Στο βουνό περπατούσαμε για να πάμε φαγητό στους γονείς μας που φρόντιζαν τα πρόβατα. Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν οι πίτες που μας έφτιαχναν και το κατσαμάκι. Τα κάλαντα τα τραγουδούσαμε με παρέες, μας έδιναν από μία δραχμή και μόνο του Λαζάρου μας έδιναν αυγά.
Τα βράδια μαζευόμασταν νωρίς και κοιμόμασταν επειδή δεν υπήρχε φως τότε στο χωριό. Από τα ξένα χωράφια δεν κλέβαμε φρούτα.
Κάθε Κυριακή πήγαινα στη εκκλησία του χωριού. Πήγαινα Κατηχητικό. Τις Κυριακές η εκκλησία γέμιζε με κόσμο και παιδιά. Οι μεγαλύτεροι μας φέρνονταν καλά. Από τα αδέρφια μου κανένας δεν την κλίση στις «καλές τέχνες». Στο χωριό μας δεν ασχολούνταν με αθλητισμό τότε.
Δεν θυμάμαι κάποιο ανέκδοτο από παλιά.


Ε. Κοινωνική-Πολιτιστική ζωή

Τότε έξω δεν βγαίναμε, παρά μόνο αν γινόταν κάποιος γάμος ή στις γιορτές. Πανηγύρια γινόντουσαν, όπου χορεύανε. Παίζονταν δημοτικά τραγούδια. Η ορχήστρα είχε κλαρίνο, βιολί και ακορντεόν. Έναν τραγουδιστή που θυμάμαι ήταν ο Σαπέγκος.
Όταν γιόρταζε κάποιο άτομο απ’ το σπίτι μας και στις Απόκριες τραγουδούσαμε. Βάζαμε το γραμμόφωνο. Θυμάμαι τα λόγια κάποιου τραγουδιού που μου άρεσε :

Όλα τα πουλάκια ζυγά, ζυγά,
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.
Το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό
περπατεί στους κάμπους με τον αϊτό.

Οι μεγαλύτεροι χορεύανε τσάμικο, συρτό, χασαποσέρβικο και ζεμπέκικο. Ξένους χορούς δε χορεύαμε. Τις μεγάλες γιορτές (Πάσχα, Χριστούγεννα) μαζευόμασταν πολλές παρέες και τραγουδούσαμε, τρώγαμε και χορεύαμε.
Τις Απόκριες ντυνόμασταν μασκαράδες. Καρναβάλι δεν θυμάμαι αν γινόταν. Τη σαρακοστή όλοι νηστεύαμε στο σπίτι. Τότε τρώγαμε όσπρια, ζυμαρικά και πίτες νηστίσιμες.
Σε ονομαστική γιορτή μαζευόμασταν όλοι μαζί οι συγγενείς και γλεντούσαμε. Κάποιο τοπικό έθιμο δεν θυμάμαι να είχαμε.
Τα καλά ρούχα ήταν τότε κομψά και απλά. Από κοσμήματα, οι γυναίκες φορούσαν μόνο κανένα δαχτυλίδι και κανένα σκουλαρίκι. Στο χωριό μας οι γυναίκες δεν τα έβαφαν τα μαλλιά τους. Στις επισκέψεις, όταν κάποιος γιόρταζε, δεν είχαμε δώρα τότε. Με τους άλλους συγγενείς είχαμε στενές σχέσεις. Τότε όλοι ήμασταν αγαπημένοι.
Στη Λαμία γινόταν το παζάρι και γινόταν στις 10 Σεπτεμβρίου. Οι γονείς μας αγόραζαν κανένα ρούχο και κανένα παπούτσι.
Τσίρκο δεν είχε έρθει ποτέ. Στον κινηματογράφο πηγαίναμε. Έπαιζε ελληνικές ταινίες. Δεν βλέπαμε θέατρο, ούτε Καραγκιόζη. Εμείς μόνοι μας φτιάχναμε και τον παίζαμε. Σε άλλες εκδηλώσεις δεν πηγαίναμε τότε απ’ το χωριό. Σε παραδοσιακούς γάμους πηγαίναμε πολλές φορές Θυμάμαι τη νύφη που ντύνονταν όπως και τώρα, με ένα ωραίο νυφικό. Στο χωριό δεν χρησιμοποιούσαμε παρατσούκλια


Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή

Όλοι ξυπνάγαμε το πρωί 6 ώρα και το βράδυ κοιμόμασταν 9 ώρα. Διακοπές δεν πηγαίναμε μόνο οι γονείς μας πήγαιναν στα λουτρά. Η θάλασσα ήταν κοντά και γι’ αυτό πηγαίναμε για μπάνιο, αλλά δεν πηγαίναμε κατασκηνώσεις. Βοηθούσαμε τους γονείς μας στις ελιές, στον κήπο και στο θερισμό. Οι γυναίκες εκτός του σπιτιού έκαναν και δουλειές στα χωράφια.
Στο σπίτι μαζί μας έμεναν ο παππούς και η γιαγιά. Δεν είχαμε δωμάτια και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Στην οικογένεια μαζευόμασταν όλοι μαζί και τρώγαμε. Δεν είχαμε τότε ψυγεία και βάζαμε τα φαγητά σε κλουβιά και τα κρεμάγαμε στη βεράντα με σήτα. Για ψώνια στο μπακάλη πηγαίναμε στη Στυλίδα και ψωνίζαμε. Νομίσματα τότε κυκλοφορούσαν τα χάρτινα.
Δεν πηγαίναμε σε μακρινά ταξίδια γιατί όπου πηγαίναμε, πηγαίναμε με τα πόδια. Από τους συγγενείς μου δεν θυμάμαι να ξενιτεύτηκε κάποιος. Τότε, δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Αν ήθελαν να ειδοποιήσουν κάποιον απ’ το διπλανό χωριό τότε, πήγαιναν καβάλα με τα ζώα.
Όταν ήμουν μεγάλη έγινε ένας σεισμός και δεν έκανε ζημιές. Αλλά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε. Από επιδημία, που αρρώστησαν πολλοί ήταν τα κοιλιακά που ’λεγαν τότε. Μόνο πρακτικά φάρμακα υπήρχαν. Γιατρός υπήρχε στη Στυλίδα. Στο γιατρό πηγαίνανε τότε για τον πυρετό και τη γρίπη μας έδιναν κινίνο, σ’ ένα κόκκινο χαρτάκι. Φαρμακείο στο χωριό δεν υπήρχε.
Η μητέρα μου δεν μάζευε βότανα. Στα κορίτσια μας μάθαινε να πλέκουμε και να κεντούμε. Κουρείο στο χωριό δεν υπήρχε αλλά ένας μεγάλος κούρευε όλα τα παιδιά.
Στην Κατοχή ήμουν πολύ μικρή και δεν θυμάμαι. Άκουγα που έλεγαν ότι σκοτώθηκαν κάτι μπαρμπάδες μου.
Για να ξέρουμε την ώρα, είχε ο μπαμπάς και ο παππούς μου τότε ρολόι της τσέπης. Οι γονείς μου βοήθησαν σε μια εκκλησία που ήταν χαλασμένη και την έφτιαξε απ’ την αρχή ο πατέρας μου.


Ζ. Συνθήκες ζωής

Τα συνηθισμένα φαγητά στο σπίτι μας ήταν φασολάδα, ρεβίθια, μπαμπανέτσα και μαμαλίγκα. Το σπίτι ζεσταινόταν το χειμώνα μόνο με το τζάκι. Για φωτισμό τα βράδια, υπήρχε λάμπα με πετρέλαιο. Οι δρόμοι του χωριού δεν είχαν λάμπες για φως.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν διώροφο με κεραμίδια, είχε αυλή και κήπο. Τα άλλα σπίτια της γειτονιάς ήταν μερικά διώροφα και μερικά χαμηλά. Στον κήπο καλλιεργούσαμε χόρτα, και τα συνηθισμένα λαχανικά. Οικιακά ζώα είχαμε αγελάδες, πρόβατα και άλογο, που τα φρόντιζε η μαμά που ήταν πιο μεγάλη. Νερό το σπίτι δεν είχε. Σ’ όλο το χωριό υπήρχαν 2 πηγάδια.
Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Το φαγητό μαγειρευόταν στο τζάκι και στη γάστρα. Το ψωμί το ζυμώναμε και το ψήναμε στη γάστρα με τα ξύλα. Τουαλέτα υπήρχε έξω. Τα βρώμικα νερά της κουζίνας πήγαιναν μες στη λάκα προς τα κάτω.
Για να πλυθούν τα ρούχα της οικογένειας βάζαμε ξύλα στο καζάνι για να βράσει το νερό και τα πλέναμε στο χέρι. Χρησιμοποιούσαμε μόνο σαπούνι. Το σαπούνι το φτιάχναμε μόνοι μας. Μπάνιο κάναμε μέσα στη σκαφίδα. Ρίχναμε το νερό με το κουβά και για το σώμα είχαμε το σαπούνι. Για να στεγνώσουν τα ρούχα τα απλώναμε έξω και τα σιδερώναμε με ένα σίδερο που βάζαμε κάρβουνα.
Τια καθημερινές και τις γιορτές τα κορίτσια δεν φορούσαν παντελόνι, μόνο φούστα και τα αγόρια κοντό παντελονάκι. Τα ρούχα δεν τα αγοράζαμε. Υπήρχε μοδίστρα που της πηγαίναμε τα υφάσματα που αγοράζαμε και μας τα έφτιαχνε. Στο σπίτι είχαμε αργαλειό.
Στην εμφάνισή μας δίναμε σημασία, όσο μπορούσαμε. Τα παιδιά τότε δεν είχαμε πρότυπα. Τα νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια, που ήταν πιο ωραία. Η σημερινή εποχή είναι πολύ διαφορετική.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου