Tου Γιάννη Στουρνάρα*
Οι σημερινές δύσκολες συνθήκες για την ελληνική οικονομία έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου για το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα. Εκατοντάδες αναλύσεις έχουν δει το φως της διεθνούς και εγχώριας δημοσιότητας, άλλες αισιόδοξες, άλλες απαισιόδοξες, άλλες καλοπροαίρετες, άλλες κακοπροαίρετες. Στο σημερινό άρθρο δεν παρουσιάζονται τεχνοκρατικά επιχειρήματα για τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσει την κρίση της, αλλά επιχειρήματα που αντλούνται από τη σύγχρονη ιστορία, οικονομική και πολιτική, αυτού του τόπου...
Η απόκτηση εθνικής ανεξαρτησίας το 1830 βρήκε την Ελλάδα μια εξαιρετικά φτωχή αγροτική χώρα, που αγωνιζόταν να βρει τη θέση της στο ευρωπαϊκό πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Την εποχή εκείνη, οι περισσότεροι από τους σημερινούς εταίρους της στην Ευρωζώνη ήταν ανεπτυγμένες οικονομίες.
Οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα συνδέθηκαν, όπως σε όλη την Ευρώπη άλλωστε, με συνεχείς πολέμους, τοπικούς ή παγκόσμιους, εθνικούς διχασμούς που οδήγησαν σε εθνικές καταστροφές, εμφύλιους σπαραγμούς, στρατιωτικά πραξικοπήματα και δικτατορίες, που επέφεραν πολλά οικονομικά δεινά στον τόπο.
Στο πλαίσιο αυτών των ιστορικών συνθηκών, η Ελλάδα, από την ανεξαρτησία της (1830) μέχρι σήμερα, χρεοκόπησε πέντε φορές, ενώ το χρονικό διάστημα που βρισκόταν επισήμως σε χρεοκοπία ήταν το μισό (50%), περίπου, αυτής της περιόδου. Η ευρωπαϊκή χώρα με τη δεύτερη μεγαλύτερη περίοδο σε κατάσταση χρεοκοπίας το ίδιο χρονικό διάστημα είναι η Ισπανία, με ποσοστό ετών σε χρεοκοπία 24%, αν και ο αριθμός των στάσεων πληρωμών της Ισπανίας ήταν μεγαλύτερος από αυτόν της Ελλάδας, δεκατρείς. Η Αυστρία χρεοκόπησε την ίδια περίοδο επτά φορές, αλλά με ποσοστό ετών σε χρεοκοπία 17,5% στο σύνολο της υπό εξέταση περιόδου. Η Γερμανία χρεοκόπησε οκτώ φορές, με ποσοστό ετών σε χρεοκοπία 13% του συνόλου. Στη γενικευμένη χρεοκοπία του 1932 για παράδειγμα, η στάση πληρωμών της Ελλάδας έλαβε τη μορφή της μείωσης των οφειλόμενων τόκων του εσωτερικού χρέους κατά 75%. (Το εσωτερικό χρέος τότε ήταν το 25% του συνολικού χρέους). Η Αγγλία, αντιθέτως, ενοποίησε όλο το χρέος της και το μετέτρεψε σε χρέος χωρίς λήξη (perpetuity), με επιτόκιο 3,5%.
Ενδιαφέρον στοιχείο επίσης είναι ότι από την ανεξαρτησία της μέχρι σήμερα, η Ελλάδα γνώρισε σχετικά πολύ λίγες τραπεζικές κρίσεις, δύο, όταν το Βέλγιο και η Δανία γνώρισαν δέκα, η Γαλλία δεκαπέντε, η Γερμανία οκτώ η Ιταλία έντεκα, η Αγγλία δώδεκα, η Ισπανία οκτώ.
Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα σχεδόν διπλασίασε, από το 1913 μέχρι σήμερα, το μερίδιο της παραγωγής της (εθνικό προϊόν) στην παγκόσμια παραγωγή: Από 0,32% το 1913 σε περίπου 0,37% το 1990 και σε περίπου 0,6% σήμερα, με τη μεγαλύτερη βελτίωση να έχει σημειωθεί μεταξύ 2000 και 2004 (από 0,4% το 2000 σε 0,55% το 2004). Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα γνώρισε συγκριτικά περισσότερους πολέμους, εθνικούς διχασμούς, εμφύλιους σπαραγμούς και καταστροφές σε σύγκριση με τους περισσότερους από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, κατόρθωσε να βελτιώσει το μερίδιό της στο παγκόσμιο προϊόν. Οι μόνες άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βελτίωσαν το μερίδιό τους ήταν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία και η Ολλανδία. Τις μεγαλύτερες απώλειες είχαν η Γερμανία, το Βέλγιο και η Γαλλία. (Τα εξαιρετικά χρήσιμα αυτά συγκριτικά στοιχεία βρίσκονται στο βιβλίο των Reinhart and Roggoff (2009): «This time is different» (Princeton).
Αν κάτι προκύπτει από τα παραπάνω, είναι ότι η Ελλάδα, παρά τις μεγάλες περιόδους πολέμων, καταστροφών, εθνικών διχασμών και εμφυλίων σπαραγμών, είχε και χρονικά διαστήματα έντονης δημιουργίας, όπως αυτά των βενιζελικών περιόδων, της περιόδου 1953 - 1967, καθώς και της μεταπολιτευτικής περιόδου. Κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων μπόρεσε, από μια μικρή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Στερεά μέχρι την Πελοπόννησο (το «Ελλαδικόν» όπως ονομαζόταν) το 1830, να είναι σήμερα μέσα στις 25 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης.
Αυτή η ιστορική διαπίστωση είθε να λειτουργήσει ως αχτίδα φωτός στις δύσκολες συνθήκες που περνάμε σήμερα. Κυρίως όμως να μας υπενθυμίσει πόσο απελπιστικά μικρό ήταν τελικά το διάστημα που επικράτησαν συνθήκες ομοψυχίας και συναίνεσης, οι οποίες δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για την έξοδο της Ελλάδας από τις τόσες κρίσεις που γνώρισε.
* Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24 – 10 – 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου