από το Θανάση Γιαλκέτση
Το ακόλουθο άρθρο του ισπανού φιλοσόφου Φερνάντο Σαβατέρ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «El Pais».
Μια από τις πιο διαδεδομένες σήμερα ιδεολογικές μόδες είναι να υμνούμε τη διαφορετικότητα, ωσάν να ήταν ο πιο μεγάλος πολιτισμικός πλούτος της ανθρωπότητας και να 'πρεπε να την προστατεύουμε και να την ενισχύουμε για να μην πέσουμε στο αντιδραστικό αμάρτημα της παγκοσμιοποίησης. Οι τσαρλατάνοι της διαφορετικότητας ξεφυτρώνουν σε κάθε τόπο και σε κάθε φόρουμ, είτε για να μας προτρέψουν να καλλιεργούμε την υπάρχουσα διαφορετικότητα, είτε για να υπογραμμίσουν ότι είναι λίγο αδύναμη και χρειάζεται υποστήριξη, είτε και για να την επινοήσουν εκεί όπου δεν έχει ακόμα αναδυθεί..
Μια από τις πιο διαδεδομένες σήμερα ιδεολογικές μόδες είναι να υμνούμε τη διαφορετικότητα, ωσάν να ήταν ο πιο μεγάλος πολιτισμικός πλούτος της ανθρωπότητας και να 'πρεπε να την προστατεύουμε και να την ενισχύουμε για να μην πέσουμε στο αντιδραστικό αμάρτημα της παγκοσμιοποίησης. Οι τσαρλατάνοι της διαφορετικότητας ξεφυτρώνουν σε κάθε τόπο και σε κάθε φόρουμ, είτε για να μας προτρέψουν να καλλιεργούμε την υπάρχουσα διαφορετικότητα, είτε για να υπογραμμίσουν ότι είναι λίγο αδύναμη και χρειάζεται υποστήριξη, είτε και για να την επινοήσουν εκεί όπου δεν έχει ακόμα αναδυθεί..
Αν τους πιστέψουμε, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η ενίσχυση της ανθρώπινης διαφορετικότητας είναι η μόνη αποτελεσματική προστασία ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία που μας βασανίζουν. Το παράδοξο είναι ότι μεταξύ των πιο ευαίσθητων για την αποδυνάμωση της ανθρώπινης διαφορετικότητας είναι ακριβώς οι ρατσιστές και οι ξενόφοβοι, ώς το σημείο που εξαιτίας του χρώματος του δέρματος ή μιας παραλλαγής της γλώσσας είναι έτοιμοι να αρνηθούν στον πλησίον τους τα δικαιώματα του πολίτη ή ακόμη και την ιδιότητα του μέλους του ανθρώπινου γένους.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων υπάρχει μια ευρεία ποικιλία φυσικών τύπων και πολιτισμικών συνηθειών. Ολοι θα έπρεπε να δεχόμαστε -αν και υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα απεχθείς θεωρίες που το αμφισβητούν -ότι αυτή η ποικιλία δεν θίγει διόλου την αξία των προσώπων. Κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της σύγχρονης εποχής, η μάχη της προοδευτικής σκέψης στηριζόταν στη διεκδίκηση της θεμελιώδους ισότητας μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος, τη γενεαλογία, το γένος, την πίστη ή τις συνήθειες.
Σε αυτήν την επαναστατική πάλη ενάντια στις παραδοσιακές διακρίσεις, η ισότητα έπρεπε να διεκδικηθεί ως δικαίωμα και επομένως να γίνει μια κατάκτηση, ενώ η διαφορά είναι ένα απλό πραγματικό δεδομένο. Γι' αυτό το λόγο, σε αυτό που αποκαλούμε «κοινωνική πρόοδο» φτάσαμε μετά από δύο αιώνες αγώνων υπέρ της ισότητας μεταξύ προσώπων που οι παραδοσιακές κοινωνίες θεωρούσαν αθεράπευτα άνισα. Η πρόοδος βασιζόταν και στη νόμιμη εξασφάλιση του δικαιώματος του καθένα να πιστεύει, να κρίνει και να εκφράζεται όπως αυτός προτιμάει. Αλλά πρόκειται πάντοτε για το δικαίωμα σε μια διαφορά που δεν αποκλείει κανένα και όχι για τη διαφορετικότητα δικαιωμάτων που υπερασπίζονται οι προνομιούχοι, οι ρατσιστές και οι φαλλοκράτες.
Πολλοί δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι η διαφορετικότητα στις εκδηλώσεις της ανθρώπινης κατάστασης είναι ένας «πλούτος». Αυτό μπορεί να είναι αληθινό, αλλά υπό τον όρο ότι είναι εξίσου φανερό πως μιλάμε για μια διαφορετικότητα που σέβεται τη θεμελιώδη ισότητα μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων και δεν κάνει διακρίσεις σε βάρος των προσώπων με βάση παραδοσιακές ή νεότερες ιεραρχίες ή «πολιτισμικές ταυτότητες». Η διαφορετικότητα είναι ένας πλούτος αν μας προσφέρεται ως προαιρετική και όχι υποχρεωτική δυνατότητα και μας επιτρέπει να επιλέξουμε τι θέλουμε να φάμε, σε ποιον άγιο πρέπει να προσευχηθούμε και ποιο παιχνίδι να παίξουμε. Δεν μπορεί να μας υποχρεώνει χωρίς διαφυγή να υποτασσόμαστε στα είδωλα της φυλής.
Με άλλα λόγια, η διαφορετικότητα μάς εμπλουτίζει αν μας επιτρέπει να επιλέγουμε (δηλαδή να παίρνουμε, αλλά και να αφήνουμε) χωρίς να αδικούμε κανέναν. Αλλά δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να μας κάνει να ξεχνάμε ότι ο αληθινός ανθρώπινος πλούτος έγκειται στη θεμελιώδη ομοιότητά μας παρά σε εκείνο που μας κάνει επιφανειακά διαφορετικούς. Τα πράγματα που έχουμε κοινά, πέρα από τα πολιτισμικά ή φολκλορικά δεδομένα, μας επιτρέπουν να κατανοούμε ο ένας τον άλλον, να συνεργαζόμαστε σε πολλαπλά εγχειρήματα, να συμβιώνουμε κάτω από τους ίδιους νόμους, να νιώθουμε συμπόνια για όποιον υποφέρει και να προσπαθούμε να εξαλείψουμε τα δεινά που πλήττουν την ανθρωπότητα.
Το γεγονός ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει μια γλώσσα και μια συμβολική σκέψη μάς εμπλουτίζει περισσότερο απ' όσο οι γλωσσικές διαφορές.
Οι πολιτισμοί δεν υψώνουν αδιαπέραστα σύνορα ούτε είναι οριστικές και ολοκληρωμένες οντότητες, κλειστές οι μεν απέναντι στις δε, όπως θα 'θελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι θιασώτες μιας διαστρεβλωμένης πολυπολιτισμικότητας. Οπως υπογραμμίζει ο ανθρωπολόγος Μάρβιν Χάρις, «όλοι οι πολιτισμοί, στην Ελλάδα όπως και στην Αίγυπτο, είναι ένα μείγμα στοιχείων που προέρχονται από άλλους πολιτισμούς, μείγμα που παράγεται από την άμεση ή έμμεση επαφή και από τη διάδοση. Είναι αναμφίβολο ότι όσο πιο αναπτυγμένη και πολύπλοκη είναι μια κοινωνία τόσο περισσότερο η κουλτούρα της (και οι υποκουλτούρες της) θα αντανακλά την επίδραση μακρινών ή κοντινών επαφών και με τη σειρά της τόσο πιο μεγάλη θα είναι η πολιτισμική επίδραση που είναι σε θέση να ασκεί».
Ενα από τα αγαπημένα αποφθέγματα του Μπέρτραντ Ράσελ ήταν: «Θυμήσου την ανθρωπιά σου και ξέχνα όλα τα άλλα». Πριν από λίγους μήνες στο Βουκουρέστι επισκέφτηκα μια μικρή ορθόδοξη εκκλησία. Εκεί σε μια γυάλινη προθήκη υπήρχε η πρόσκληση για συμμετοχή σε ένα ανοιχτό σεμινάριο, που θα γινόταν στον περίβολο της εκκλησίας. Θέμα: «Το δώρο να διακρίνουμε το καλό από το καλό». Αν ήξερα τη ρουμανική γλώσσα θα συμμετείχα πρόθυμα, γιατί κατά τη γνώμη μου αυτή είναι η μοναδική διαφορά που μετράει.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων υπάρχει μια ευρεία ποικιλία φυσικών τύπων και πολιτισμικών συνηθειών. Ολοι θα έπρεπε να δεχόμαστε -αν και υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα απεχθείς θεωρίες που το αμφισβητούν -ότι αυτή η ποικιλία δεν θίγει διόλου την αξία των προσώπων. Κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της σύγχρονης εποχής, η μάχη της προοδευτικής σκέψης στηριζόταν στη διεκδίκηση της θεμελιώδους ισότητας μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος, τη γενεαλογία, το γένος, την πίστη ή τις συνήθειες.
Σε αυτήν την επαναστατική πάλη ενάντια στις παραδοσιακές διακρίσεις, η ισότητα έπρεπε να διεκδικηθεί ως δικαίωμα και επομένως να γίνει μια κατάκτηση, ενώ η διαφορά είναι ένα απλό πραγματικό δεδομένο. Γι' αυτό το λόγο, σε αυτό που αποκαλούμε «κοινωνική πρόοδο» φτάσαμε μετά από δύο αιώνες αγώνων υπέρ της ισότητας μεταξύ προσώπων που οι παραδοσιακές κοινωνίες θεωρούσαν αθεράπευτα άνισα. Η πρόοδος βασιζόταν και στη νόμιμη εξασφάλιση του δικαιώματος του καθένα να πιστεύει, να κρίνει και να εκφράζεται όπως αυτός προτιμάει. Αλλά πρόκειται πάντοτε για το δικαίωμα σε μια διαφορά που δεν αποκλείει κανένα και όχι για τη διαφορετικότητα δικαιωμάτων που υπερασπίζονται οι προνομιούχοι, οι ρατσιστές και οι φαλλοκράτες.
Πολλοί δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι η διαφορετικότητα στις εκδηλώσεις της ανθρώπινης κατάστασης είναι ένας «πλούτος». Αυτό μπορεί να είναι αληθινό, αλλά υπό τον όρο ότι είναι εξίσου φανερό πως μιλάμε για μια διαφορετικότητα που σέβεται τη θεμελιώδη ισότητα μεταξύ των ανθρώπινων υπάρξεων και δεν κάνει διακρίσεις σε βάρος των προσώπων με βάση παραδοσιακές ή νεότερες ιεραρχίες ή «πολιτισμικές ταυτότητες». Η διαφορετικότητα είναι ένας πλούτος αν μας προσφέρεται ως προαιρετική και όχι υποχρεωτική δυνατότητα και μας επιτρέπει να επιλέξουμε τι θέλουμε να φάμε, σε ποιον άγιο πρέπει να προσευχηθούμε και ποιο παιχνίδι να παίξουμε. Δεν μπορεί να μας υποχρεώνει χωρίς διαφυγή να υποτασσόμαστε στα είδωλα της φυλής.
Με άλλα λόγια, η διαφορετικότητα μάς εμπλουτίζει αν μας επιτρέπει να επιλέγουμε (δηλαδή να παίρνουμε, αλλά και να αφήνουμε) χωρίς να αδικούμε κανέναν. Αλλά δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να μας κάνει να ξεχνάμε ότι ο αληθινός ανθρώπινος πλούτος έγκειται στη θεμελιώδη ομοιότητά μας παρά σε εκείνο που μας κάνει επιφανειακά διαφορετικούς. Τα πράγματα που έχουμε κοινά, πέρα από τα πολιτισμικά ή φολκλορικά δεδομένα, μας επιτρέπουν να κατανοούμε ο ένας τον άλλον, να συνεργαζόμαστε σε πολλαπλά εγχειρήματα, να συμβιώνουμε κάτω από τους ίδιους νόμους, να νιώθουμε συμπόνια για όποιον υποφέρει και να προσπαθούμε να εξαλείψουμε τα δεινά που πλήττουν την ανθρωπότητα.
Το γεγονός ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει μια γλώσσα και μια συμβολική σκέψη μάς εμπλουτίζει περισσότερο απ' όσο οι γλωσσικές διαφορές.
Οι πολιτισμοί δεν υψώνουν αδιαπέραστα σύνορα ούτε είναι οριστικές και ολοκληρωμένες οντότητες, κλειστές οι μεν απέναντι στις δε, όπως θα 'θελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι θιασώτες μιας διαστρεβλωμένης πολυπολιτισμικότητας. Οπως υπογραμμίζει ο ανθρωπολόγος Μάρβιν Χάρις, «όλοι οι πολιτισμοί, στην Ελλάδα όπως και στην Αίγυπτο, είναι ένα μείγμα στοιχείων που προέρχονται από άλλους πολιτισμούς, μείγμα που παράγεται από την άμεση ή έμμεση επαφή και από τη διάδοση. Είναι αναμφίβολο ότι όσο πιο αναπτυγμένη και πολύπλοκη είναι μια κοινωνία τόσο περισσότερο η κουλτούρα της (και οι υποκουλτούρες της) θα αντανακλά την επίδραση μακρινών ή κοντινών επαφών και με τη σειρά της τόσο πιο μεγάλη θα είναι η πολιτισμική επίδραση που είναι σε θέση να ασκεί».
Ενα από τα αγαπημένα αποφθέγματα του Μπέρτραντ Ράσελ ήταν: «Θυμήσου την ανθρωπιά σου και ξέχνα όλα τα άλλα». Πριν από λίγους μήνες στο Βουκουρέστι επισκέφτηκα μια μικρή ορθόδοξη εκκλησία. Εκεί σε μια γυάλινη προθήκη υπήρχε η πρόσκληση για συμμετοχή σε ένα ανοιχτό σεμινάριο, που θα γινόταν στον περίβολο της εκκλησίας. Θέμα: «Το δώρο να διακρίνουμε το καλό από το καλό». Αν ήξερα τη ρουμανική γλώσσα θα συμμετείχα πρόθυμα, γιατί κατά τη γνώμη μου αυτή είναι η μοναδική διαφορά που μετράει.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7 - 09/01/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου