Α. Καταγωγή –
Οικογενειακά στοιχεία
Με λένε Τσούμα
Σοφία. Είμαι 85 ετών και ο πατέρας μου καταγόταν από τη Μάκριση Δομοκού και
η μητέρα μου από το Αρχάνι της Μακρακώμης. Ήταν αγρότες. Πιο πολύ αγαπούσα τη
μητέρα μου, γιατί την ένιωθα πιο κοντά και οι δυο γονείς μου όμως με αγαπούσαν...
Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια τα έζησα σε μια ήσυχη γειτονιά στην
Αγία Μαρίνα της Στυλίδας. Είχαμε πολύ πράσινο, ίσιους και φαρδιούς δρόμους και
ήμασταν δίπλα στη θάλασσα. Αυτόν που παντρεύτηκα μου τον γνώρισαν οι γονείς
μου. Έχω και τρία αδέρφια και μια αδερφή. Ποτέ δεν μαλώναμε μεταξύ μας τα
αδέρφια. Ήμασταν πάντα αγαπημένοι. Τα αγόρια είχανε περισσότερες ελευθερίες,
ενώ τα κορίτσια ήμασταν πιο περιορισμένα. Αν κάναμε καμιά τιμωρία οι γονείς μας
μας τιμωρούσαν. Θυμάμαι μια φορά που, επειδή βράδιαζε, αρνήθηκα να πάω να φέρω
από ένα χωράφι κάποιο ζώο, ο πατέρας με έδειρε.
Β. Σχολική ζωή
Στο Δημοτικό πήγα μέχρι τη Τετάρτη τάξη. Δεν συνέχισα, γιατί οι γονείς μας τότε προτιμούσαν να μας στέλνουν για δουλειές, να μάθουμε κάποια τέχνη για να ζήσουμε. Όσο πήγαινα στο σχολείο με βοηθούσαν λίγο στα μαθήματα τα μεγαλύτερα αδέρφια μου. Εγώ ήθελα να συνεχίσω το σχολείο κι έπειτα να συνεχίσω στο Γυμνάσιο στη Στυλίδα.
Πέτρινο ήταν το σχολείο μας στην Αγία Μαρίνα με κεραμοσκεπή. Είχε δυο αίθουσες και μεγάλο προαύλιο με δέντρα και πολλά λουλούδια. Ήταν κοντά στο σπίτι μου και το αγαπούσα πολύ. Είχε 50 μαθητές. Πηγαίναμε χωρισμένοι στα δύο και το πρωί και το απόγευμα εναλλάξ κάθε εβδομάδα.
Μονοθέσιο ήταν το σχολείο και καθημερινά κάναμε 6 ώρες μάθημα. Διδασκόμασταν Ιστορία, Θρησκευτικά Ανάγνωση, Μαθηματικά, Γεωγραφία και ζωγραφική. Υπήρχε και πειθαρχία, γιατί και οι δάσκαλοί μας ήταν αυστηροί και εμείς τους φοβόμασταν και τους σεβόμασταν.
Στην Πρώτη τάξη γράφαμε πάνω σε πλάκα και μετά σε τετράδια με κοντυλοφόρο.
Στα διαλείμματα παίζαμε γουρνίτσες, σκοινάκι, κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό και τρώγαμε το κολατσιό που είχαμε φέρει από το σπίτι μας, ψωμί, τυρί, ελιές, μια ντομάτα… .
Όλα τα παιδιά το άρχιζαν το Δημοτικό. Κάποια το σταματούσαν και λίγα ήταν εκείνα που συνέχιζαν στο Γυμνάσιο. Υπήρχε μεγάλη φτώχια τότε και τα παιδιά ήταν φτωχοντυμένα με ρούχα που έραβε η μητέρα τους και τρύπια παπούτσια.
Απ’ τους γονείς μου μόνον ο πατέρας μου ήξερε γράμματα.
Γ. Παιχνίδια
Τα παιχνίδια μας ήταν κούκλες που φκιάναμε με υφάσματα και μπάλες με κουρέλια. Παίζαμε στους δρόμους και στις αυλές των σπιτιών. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ να φκιάνω κούκλες με ύφασμα, να το γεμίζω κουρέλια και να τις ράβω. Άλλες φορές παίζαμε όλοι μαζί αγόρια και κορίτσια μπάλα, σκοινάκι, κυνηγητό, ή με το χώμα φκιάναμε σπιτάκια, ανθρωπάκια και ό τι άλλο μπορούσε να βάλει το μυαλό μας. Κάποιοι είχαν και πατίνια. Τα έφκιαναν μόνοι τους με μια σανίδα και δυο μικρές ρόδες που έβαζαν από κάτω. Τα αδέρφια μου πήγαιναν και για κυνήγι πουλιών με σφεντόνες και ξόβεργες και έπιαναν τουρκοπούλες, τσόνια και σπουργίτια. Πηγαίναμε και για ψάρεμα στη θάλασσα. Πιάναμε πολλά ψάρια : τσιπούρες, γλώσσες, χταπόδια, κεφαλόπουλα, σουπιές …
Τα βράδια του Χειμώνα καθόμασταν γύρω από το τζάκι και οι παππούδες μας λέγανε παραμύθια και μας έκαναν διάφορες σκιές στους τοίχους. Τα βράδια του Καλοκαιριού μαζευόμασταν παρέες-παρέες, παίζαμε και τραγουδούσαμε. Καμιά φορά σκαρφαλώναμε και στα δέντρα, δικά μας ή ξένα, και τρώγαμε φρούτα. Θυμάμαι μια φορά που μπήκα σε ένα ξένο χωράφι να κλέψω ένα καλαμπόκι. Ο ιδιοκτήτης με είδε και έκαμε μεγάλη φασαρία. Γενικά όμως οι μεγαλύτεροι χωριανοί μας μας αγαπούσαν και μας φέρνονταν καλά.
Τις Κυριακές πήγαινα στην Αγία Μαρίνα, την εκκλησία του χωριού μας. Τις Κυριακές η εκκλησία γέμιζε από κόσμο. Πήγαινα και στο κατηχητικό.
Ένα από τα αδέρφια μου έγινε ξυλουργός. Πήγε στη σχολή της Ιεράς Μονής Αγάθωνος, όπως έκαναν και άλλα παιδιά τότε, και έμαθε την τέχνη. Όταν μεγάλωσε ασχολήθηκε με αυτό το επάγγελμα.
Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή
Μεγάλο γλέντι γινόταν στην Αγία Μαρίνα στο πανηγύρι. Η ορχήστρα είχε κλαρίνο, βιολί, κιθάρα και σαντούρι και στο τραγούδι σπουδαίους τραγουδιστές. Στο νου μου έρχονται τα ονόματα των : Αληφαντάρου, Πάνου και Γιαννούκου. Τα τραγούδια ήταν δημοτικά, στεριανά και νησιώτικα. Είχαμε και κάποιους ευρωπαϊκούς χορούς.
Τις μεγάλες γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, μαζευόμασταν πολλές οικογένειες μαζί, γείτονες, φίλοι, συγγενείς και γιορτάζαμε. Ψήναμε και γλεντούσαμε όλη τη μέρα. Τις αποκριές ντυνόμασταν απίθανα ρούχα. Οι άντρες μεταμφιέζονταν σε γυναίκες, οι γυναίκες σε παππούδες. Πείραζε ο ένας τον άλλον και γυρνούσαμε όλα τα σπίτια του χωριού κάνοντας αστεία. Την Καθαρά Δευτέρα ανάβαμε φωτιές στην πλατεία και πηδούσαμε από πάνω. Χορεύαμε και τρώγαμε νηστίσιμα όλοι μαζί. Νηστεύαμε και τις Σαρακοστές πριν τα Χριστούγεννα και πριν το Πάσχα. Νήστευε όλη η οικογένεια.
Τις γιορτές και τις Κυριακές ο πατέρας φορούσε κουστούμι, συνήθως σκούρο ριγέ, με γραβάτα, μαύρα παπούτσια και καπέλο. Η μητέρα μακριά φορέματα με σούρα στη μέση, μακρύ μανίκι. Ήταν πολύ σεμνά ντυμένη. Τα μαλλιά της δεν τα έβαφε τα μάζευε ψηλά κότσο, όπως και οι άλλες γυναίκες της ηλικίας της. Οι νεότερες τα κάνανε περμανάντ. Τα χρώματα των ρούχων των μεγαλύτερων ήταν μονόχρωμα και συνήθως σκούρα.
Ανταλλάσαμε συχνά επισκέψεις με τους συγγενείς μας, γιατί ήμασταν με όλους αγαπημένοι.
Μια φορά, θυμάμαι, είχα πάει στη Λαμία για να δω ένα τσίρκο που είχε έρθει. Πολύ εντυπωσιάστηκα από τα φίδια, τις αρκούδες, τους ελέφαντες και τους ταχυδακτυλουργούς που είδα εκεί. Κινηματογράφο πρωτοείδα στη Λαμία σε ηλικία 23 χρόνων. Η Λαμία είχε τότε δύο κινηματογράφους.
Μου άρεσε να πηγαίνω και σε γάμους. Εκεί έστηναν τα προικιά της νύφης, τις βελέντζες, τις κουβέρτες και έφκιαναν το «γίκο». Επάνω έβαζαν ένα μικρό αγόρι για γούρι και το κερνούσαν χρήματα. Στους γάμους συμμετείχε όλο το χωριό. Το γλέντι γινόταν έξω από την εκκλησία πάντα και συνοδευόταν από όργανα.
Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή
Νωρίς ξυπνούσαμε το πρωί και νωρίς το βράδυ πηγαίναμε για ύπνο. Τα Καλοκαίρια δεν πηγαίναμε αλλού διακοπές. Είχαμε τη θάλασσα στο χωριό μας κι έτσι κάναμε πολλά μπάνια. Τον υπόλοιπο χρόνο τα παιδιά βοηθούσαν, όσο και όποτε μπορούσαν τους γονείς τους στις γεωργικές δουλειές. Στο θέρισμα, στο αλώνισμα των καλαμποκιών, μάζευαν ελιές. Άντρες και γυναίκες δούλευαν σκληρά. Άλλες γυναίκες, που είχαν άντρες ψαράδες, τους βοηθούσαν στο πλέξιμο των διχτυών.
Θυμάμαι μια φορά που οι γονείς μου με πήραν στο χωράφι να τους βοηθήσω στο θερισμό. Καθώς έσκυψα να πάρω τα στάχια κάποιο από αυτά μπήκε στο μάτι μου. Λίγο έλειψε να πάθω σοβαρή ζημιά. Ο πόνος ήταν φρυχτός και οι γονείς μου φοβήθηκαν πολύ. Πέρασαν πολλές μέρες για να συνέλθει το μάτι μου με τη θεραπεία που μου έδωσε ο γιατρός.
Μαζί μας στο ίδιο σπίτι έμενε και η γιαγιά, η μητέρα του πατέρα μου για πολλά χρόνια. Το σπίτι δεν ήταν πολύ μεγάλο και γι’ αυτό δεν μπορούσε να έχει καθένας και το δωμάτιό του κι έτσι αναγκαζόμασταν να κοιμόμαστε όλοι μαζί, γονείς και παιδιά, οι περισσότεροι κάτω στο πάτωμα, γιατί δεν υπήρχαν και πολλά κρεβάτια.
Τρώγαμε πάντα μαζί στο σπίτι μεσημέρι και βράδυ, όταν αυτό ήταν δυνατό και, αν κάποιος απουσίαζε, οι υπόλοιποι τον περιμέναμε ώσπου να έρθει. Όταν ήταν ανάγκη οι γονείς να μείνουν ολημερίς στο χωράφι, έπαιρναν μαζί τους το φαγητό, ελιές, χαλβά, σκόρδα, τυρί, κρεμμύδια και ψωμί. Στο σπίτι, ό τι περίσσευε από το φαγητό μας, το διατηρούσαμε σε «φαναράκια» κάπου σε σκιά που να φυσάει ο αέρας. Δεν κρατούσε όμως για πολύ, στην καλύτερη περίπτωση ένα 24ωρο.
Απ’ τους συγγενείς μου μόνον ένας ξάδερφός μου ξενιτεύτηκε. Πήγε στον Καναδά για δουλειά και έμεινε για πάντα εκεί.
Θυμάμαι και το μεγάλο σεισμό που έγινε το 1954. Καταστράφηκαν τα πάντα. Άνθρωποι τότε δεν χάθηκαν, γιατί προηγήθηκε ένας μικρότερος σεισμός και είχαμε βγει όλοι έξω. Μετά από λίγο ακολούθησε ο πολύ μεγάλος. Είχαμε και μια σοβαρή επιδημία γρίπης το 1945. Φάρμακα δεν υπήρχαν παρά μονάχα κάποιες ενέσεις στρεπτομυκίνης. Άλλες συνηθισμένες τότε αρρώστιες ήταν η ψωρίαση, η διάρροια και οι αμυγδαλές, που για την αντιμετώπισή τους πηγαίναμε σε γιατρούς στην πόλη και σε πρακτικούς στο χωριό, και για την αντιμετώπισή τους μας έδιναν φάρμακα ή βότανα. Φαρμακείο υπήρχε στη Στυλίδα.
Στην Κατοχή σκοτώθηκαν αδέρφια και ξαδέρφια των γονιών μου. Σαν όνειρο θυμάμαι τώρα κι ένα ακόμα περιστατικό από την Κατοχή. Χάθηκε ένας Γερμανός στρατιώτης και οι Γερμανοί πιστεύοντας πως κάποιος χωριανός μας τον είχε σκοτώσει μάζεψαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία και είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν. Ο παππάς όμως του χωριού και ο πρόεδρος που μπόρεσαν κάπως να κακοσυνενοηθούν μαζί τους, τους είπαν να περιμένουν λίγο κι αυτοί θα ψάχνανε να βρουν το Γερμανό στρατιώτη. Πράγματι βρέθηκε ο Γερμανός και τον έφεραν στην πλατεία. Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Έτσι γλύτωσε το χωριό από τη συμφορά.
Ζ. Συνθήκες ζωής
Τα συνηθισμένα φαγητά μας ήταν όσπρια, ψάρια, χόρτα και ζυμαρικά. Το σπίτι μας ήτανε πλίθινο, ισόγειο, κεραμοσκέπαστο, με δυο δωμάτια, κουζίνα και μια πολύ μεγάλη αυλή. Όλα τα σπίτια στη γειτονιά μας έτσι ήταν. Είχαμε τζάκι και λάμπα πετρελαίου. Στον κήπο μας καλλιεργούσαμε λαχανικά και είχαμε δέντρα όπως κορομηλιές, συκιές, μουριές και γκορτσιές. Κάπου κοντά στο σπίτι είχαμε και τα ζώα μας που φρόντιζε όλη η οικογένεια τις αγελάδες, τις κότες, τα γουρούνια, τα κουνέλια και τις κατσίκες.
Νερό παίρναμε από το πηγάδι της αυλής μας με κουβάδες δεμένους στην ανέμη. Μαγειρεύαμε με ξύλα στη σιδεροστιά στο τζάκι και στο φούρνο που είχαμε στην αυλή μας σε σκεύη πήλινα και από χαλκό. Το ψωμί το ζύμωνε η μητέρα κι εμείς τα κορίτσια το βάζαμε σε πινακωτές κι όταν γινόταν το ψήναμε στο φούρνο.
Για το πλύσιμο των ρούχων παίρναμε απ’ το φούρνο στάχτη σε μια σακούλα πάνινη, την δέναμε, τη βάζαμε μέσα στο καζάνι που ζεσταίναμε το νερό κι έπειτα μ’ αυτό το νερό πλέναμε τα ρούχα μας.
Τα ρούχα της οικογένειας τα ράβαμε στο σπίτι. Αυτή τη δουλειά, μόλις μεγάλωσα και είχα γίνει μοδίστρα, την έκανα εγώ. Στο σπίτι είχαμε και αργαλειό όπου ύφαινε η μητέρα μου κουβέρτες, κουρελούδες και βελέντζες.
Νοσταλγώ από εκείνα τα χρόνια τις μεγάλες γιορτές και τα γλέντια. Ζούσαμε αρμονικά, ήρεμα και χωρίς άγχος. Υπήρχε αγάπη και αλληλοβοήθεια, πράγματα που σήμερα σπανίζουν. Ήταν πολύ ευχάριστα εκείνα τα χρόνια, αν και δεν είχαμε τις σημερινές ανέσεις και ζηλεύαμε τότε τους προνομιούχους του χωριού που είχαν οικονομική άνεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου