Οι καλικάντζαροι έρχονται κάθε χρόνο πάνω στη γη την παραμονή των Χριστουγέννων, χιλιάδες, αμέτρητοι
καλικάντζαροι και παραμένουν μέχρι τα ξημερώματα της γιορτής του Σταυρού.
Μάλιστα, ο ένας, που είναι και κουτσός, έρχεται μια μέρα νωρίτερα γιατί
ξεκινάει το ταξίδι του πολύ πιο νωρίς. Είναι πλάσματα κατάμαυρα, μικρόσωμα και
ευκίνητα, τριχωτά και κακομούτσουνα με καμπούρα και κατσούλα, κοκαλιάρικα πόδια
και μυτερά νύχτια, που γρατσουνίζουν τα πάντα, με μικρά βαθουλά μάτια και δασιά
φρύδια, με μια μακριά ουρά, μαλλιαρή στην άκρη, που τη χώνουν παντού. Έχουν
μεγάλη ευκινησία, σκαρφαλώνουν στα δέντρα, στις στέγες των σπιτιών, τρυπώνουν
από τις καμινάδες και τους φεγγίτες, κρύβονται στα κοτέτσια και τα χαμοκέλια,
τα χαλάσματα και τα ερημόσπιτα, τα ρέματα και τις βατιώνες. Ξεφυτρώνουν με το
σούρουπο και εξαφανίζονται με το πρωινό λάλημα του πετεινού. Είναι πειραχτήρια,
δεν αφήνουν τίποτα ανέγγιχτο, ανθρώπους και πράγματα. Ενοχλούν, πειράζουν,
περιγελούν, κοροϊδεύουν, ανακατεύουν, αρπάζουν, βασανίζουν...
Αλίμονο στη νοικοκυρά που θα αφήσει στο σπίτι το βράδυ πέρασμα
ανοιχτό, πόρτα, παράθυρο,
φεγγίτη. Κατεβαίνουν και από την καμινάδα, αν είναι σβηστή. Γι’ αυτό καλό είναι
να καίει όλες αυτές τις νύχτες στο παραγώνι. Και τι δεν κάνουν. Χώνουν τη μύτη
τους, τα νύχια τους και την ουρά τους σε κάθε κρυψώνα. Ιδιαίτερη προτίμηση
έχουν στο μαγειριό. Ψάχνουν τις κατσαρόλες, τα πιατικά, τα γυαλικά και τα
κιούπια, τα αναποδογυρίζουν, ανακατεύουν τα φαγητά, μαγαρίζουν τα λουκάνικα και
τα γλυκίσματα, τις κουλούρες και τις πίτες, τον πατσά και την αλευριά.
Βρωμίζουν τα εργόχειρα και τα στρωσίδια, λεκιάζουν τα ρούχα. Αν η νοικοκυρά
τολμήσει και πιάσει εργόχειρο στο χέρι της, πλέξιμο, γνέσιμο, αργαλειό ή ό,τι
άλλο, θα το μετανιώσει πικρά. Το απαγορεύουν οι καλικάντζαροι αυστηρά, για όλο
το Δωδεκαήμερο. Η τιμωρία μεγάλη. Έρχονται τη νύχτα, μαδούν τις τρίχες του
κορμιού τους και τις πετούν πάνω στα εργόχειρα λέγοντας: «Όσες τρίχες τόσες
τρύπες» και το εργόχειρο αχρηστεύεται.
Καλά είναι να μην κυκλοφορεί μόνος του κανείς τη νύχτα, θα έχει
μπροστά του τους καλικάντζαρους,
που θα τον πειράξουν, θα τον περιπαίξουν, θα τον γρατσουνίσουν, θα τον
λερώσουν, μπορούν να του πάρουν και τη λαλιά του. Γι’ αυτό είναι φρόνιμο να μην
μιλήσει, ό,τι και αν του συμβεί. Μπορεί μόνο από μέσα του να λέει το «πάτερ
υμών» για να γλυτώσει. Αν είναι καβάλα στο ζώο, ας μείνει εκεί, αν βαδίζει, ας
πιαστεί από την ουρά του ζώου. Δύσκολα πειράζουν τα μεγαλόσωμα ζώα. Αν έχει
μαζί του σκύλο μπορεί να μη φοβάται, οι καλικάτζαροι φοβούνται τα γαβγίσματα
και τα δαγκώματα του σκύλου. Αν είναι απόλυτη ανάγκη να βρεθεί κάποιος νύχτα
έξω, είναι χρήσιμο να έχει μαζί του αλάτι ή θυμίαμα, σταυρό ή τετραβάγγελο,
χαϊμαλί, νεραϊδοσφόντυλο ή μαυρομάνικο σουγιά ή μπαρούτι ή όπλο. Τα παγανά δεν
μπορούν να τον πειράξουν. Αδυναμία τους μεγάλη και οι μυλωνάδες. Τους
απαγορεύουν να αλέθουν και μάλιστα τη νύχτα.
Ξεχάστηκε η Κάλλω και έμεινε χωρίς αλεύρι και κίνησε νύχτα για το
μύλο. Την κύκλωσαν τα παγανά και
άρχισαν τα σκωπτικά πειράγματα για να την πάρουν νύφη. Έξυπνη η Κάλλω, τα
γλυκομίλησε, συμφώνησε μαζί τους, αλλά έβαζε κάθε φορά ως προϋπόθεση να της
βρουν τα χρειαζούμενα, φορέματα, μαντήλα, παπούτσια και άλλα, που τα έφερναν
όμως στη στιγμή. Σκαρφίστηκε να τα ζητήσει βελόνα με δύο τρύπες. Γύρισαν τον
κόσμο τα τζόια χωρίς να βρουν βελόνα με δύο τρύπες, μέχρι που ξημέρωσε και
αναγκάστηκαν να φύγουν αφήνοντας στην Κάλλω τα πλούσια δώρα.
Έμαθε τα νέα η αδελφή της, η Μάρω. Το άλλο βράδυ ξεκίνησε και αυτή για το μύλο. Πάλι μπροστά τα καρκαντζάλια. Μάρω, να σε πάρουμε νύφη. Άρχισε η Μάρω να τα μαλώνει, να τα αποπαίρνει, να τα βρίζει, την έπιασαν και την σταύρωσαν στην πόρτα του μύλου.
Έχουν όμως και τους δικούς τους φόβους. Τρέμουν τη φωτιά, ιδιαίτερα το ξύλο της αγροκερασιάς, του πουρναριού. Πανικοβάλλονται από τη μυρωδιά του σκρούμπου, από το σκάσιμο που κάνει το αλάτι στη φωτιά από την μυρωδιά που έχει το λιβάνι. Φοβούνται τα γαβγίσματα των σκύλων, τα χτυπήματα των κουδουνιών που κάνουν τα παιδιά λέγοντας τα κάλαντα. Εξαφανίζονται με το σταυρό και τον αγιασμό. Ξημερώνοντας του Σταυρού ο παπάς αγιάζει τα σπίτια. Τα παγανά πρέπει να έχουν εγκαταλείψει τη γη μέχρι να ξημερώσει, παίρνοντας μαζί τους τις σοδειές τους. Όσοι μένουν άγρυπνοι ακούνε να λένε μεταξύ τους καθώς αναχωρούν με τη σειρά.
Έμαθε τα νέα η αδελφή της, η Μάρω. Το άλλο βράδυ ξεκίνησε και αυτή για το μύλο. Πάλι μπροστά τα καρκαντζάλια. Μάρω, να σε πάρουμε νύφη. Άρχισε η Μάρω να τα μαλώνει, να τα αποπαίρνει, να τα βρίζει, την έπιασαν και την σταύρωσαν στην πόρτα του μύλου.
Έχουν όμως και τους δικούς τους φόβους. Τρέμουν τη φωτιά, ιδιαίτερα το ξύλο της αγροκερασιάς, του πουρναριού. Πανικοβάλλονται από τη μυρωδιά του σκρούμπου, από το σκάσιμο που κάνει το αλάτι στη φωτιά από την μυρωδιά που έχει το λιβάνι. Φοβούνται τα γαβγίσματα των σκύλων, τα χτυπήματα των κουδουνιών που κάνουν τα παιδιά λέγοντας τα κάλαντα. Εξαφανίζονται με το σταυρό και τον αγιασμό. Ξημερώνοντας του Σταυρού ο παπάς αγιάζει τα σπίτια. Τα παγανά πρέπει να έχουν εγκαταλείψει τη γη μέχρι να ξημερώσει, παίρνοντας μαζί τους τις σοδειές τους. Όσοι μένουν άγρυπνοι ακούνε να λένε μεταξύ τους καθώς αναχωρούν με τη σειρά.
-Φόρτωσες
καρκάντζαλε;
- Φόρτωσα. - Κρίνε και τον άλλον παρακάτω, γιατί έρχεται ο παπάς
με την αγιαστούρα και η παπαδιά με τη βρεχτούρα.
Yahoo! Ειδήσεις 17 – 12 – 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου