Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ. ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΨΩΜΙΔΟΥ


Λεωφορείο που εξυπηρετούσε τις τότε ανάγκες των κατοίκων

Α. Καταγωγή - Οικογενειακά στοιχεία

     Με λένε Βικτωρία Καψωμίδου και είμαι 75 χρόνων. Οι γονείς μου (και οι δυο) κατάγονταν από το Φουντουκλί της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός και η μητέρα μου οικιακά. Αγαπούσα και τους δύο γονείς μου. Ο μπαμπάς μου ήταν πιο αυστηρός, η μαμά μου πιο επικοινωνιακή.
Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια τα έζησα στα Μελίσσια της Κοζάνης. Το χωριό ήταν από πρόσφυγες που ήρθαν από το Φουντουκλί. Τα περισσότερα σπίτια ήταν διώροφα με μεγάλες αυλές και στενούς χωματόδρομους. Το χωριό ήταν χωρισμένο σε γειτονιές (μαχαλάδες). Δεν υπήρχαν πάρκα. Τα περισσότερα δέντρα ήταν καρποφόρα και όχι διακοσμητικά, για να καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων...

Με τον άνθρωπο που παντρεύτηκα γνωριζόμασταν σαν συχωριανοί και μετά η γνωριμία μας εξελίχθηκε σε γάμο, αφού κλεφτήκαμε λόγω της αυστηρότητας τον μπαμπά μου.
Είχα άλλες 4 αδερφές. Δεν μαλώναμε μεταξύ μας γιατί η κάθε μία μας είχε διαφορετικά ενδιαφέροντα και αν τύχαινε να μαλώσουμε, διαφωνούσαμε στο ποιος θα κάνει τις λιγότερες δουλειές στο σπίτι.
Τα κορίτσια τότε ήταν πολύ περισσότερο περιορισμένα από τα αγόρια και ειδικά ο μπαμπάς μου που τον χαρακτήριζε η αυστηρότητα. Δεν μας άφηνε εύκολα να βγούμε έξω. Όταν έλειπε η μητέρα σε δουλειές εγώ πρόσεχα τα παιδιά, γιατί ήμουν η μεγαλύτερη. Ήμουν πολύ ήσυχη δεν έκανα αταξίες δεν υπήρχαν περιθώρια. Ο μπαμπάς χαστούκιζε και τον φοβόμασταν πάρα πολύ.


Β.  Σχολική ζωή


Δεν πήγα σχολείο, επειδή υπήρχε ο πόλεμος. Ούτε όμως ήθελα επειδή μου άρεσε να προσφέρω στις δουλειές του σπιτιού - στάβλου - χωραφιού.


Γ.  Παιχνίδια


Παιχνίδια παίζαμε και τα υλικά τα παίρναμε από τα ζώα τη φύση και ήταν απλά υλικά, επειδή, δεν υπήρχε ούτε οικονομική άνεση, ούτε κυκλοφορούσαν στο εμπόριο. Τα υλικά ήταν πέτρες, ξύλα, πανιά, κεραμίδια. Παίζαμε έξω σε ανοιχτούς χώρους μακριά από τα σπίτια και ομαδικά παιχνίδια παίζαμε.
Το αγαπημένο μου ήταν, το τσιλίκι (με βέργες) τα κότσια (κοκκάλινα χονδρά από τα ζώα). Ποδόσφαιρο δεν έπαιζα, παίζανε τα αγόρια με μπάλα από πανιά ή από φουσκωμένες κύστεις. Χαρταετό δεν πετούσα γιατί δεν υπήρχε πολύ παιχνίδι. Από τα παιχνίδια δεν θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο.
Τα κορίτσια πιο πολύ κεντούσαν για να κάνουν την προίκα. Παίζαμε σπάνια με κούκλες. Ο σκελετός τους ήταν με ξύλο και από επάνω πανιά και μαλλί από τα ζώα.
Αγόρια-κορίτσια δεν παίζαμε ποτέ μαζί. Με ζωγραφική και πηλό δεν ασχολιόμουν με τέτοια πράγματα λόγω χρόνου. Ποδήλατο δεν είχαμε. Τα αγόρια έφτιαχναν πατίνι. Με λάστιχα κυνηγούσαμε πουλιά. Δεν είχαμε ξόβεργες. Ψάρεμα δεν γινόταν γιατί το χωριό ήταν ορεινό.
Παγωτό δεν έφαγα όταν ήμουν μικρή, γιατί δεν υπήρχαν στο χωριό.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα


Στα παιδικά μου χρόνια, δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος. Ο μπαμπάς μου αγόραζε και διάβαζε την εφημερίδα «Η Μακεδονία». Οι γέροντες κάθε βράδυ μου έλεγαν παραμύθια ή παλιά γεγονότα, αλλά δεν θυμάμαι κάποιο.
Κάναμε περίπατο στο διπλανό το χωριό ή στη φύση όλα τα κορίτσια μαζί, τις Κυριακές. Το, αγαπημένο μου, φαγητό ήταν ένα τοπικό φαγητό. Ήταν χειροποίητο φύλλο κομμένο σε τετράγωνα κομματάκια, σαν μακαρόνια «Ντουντούκια».
Τραγουδούσαμε τα κάλαντα αλλά δεν μου άρεσε να πηγαίνω. Πηγαίναμε παρεούλες και μας δίναν αυγά, κάστανα, ξυλοκέρατα (καρπός δέντρου) και μπισκοτάκια χειροποίητα.
Τα βράδια, στον ελεύθερο χρόνο μας, κεντούσαμε και λέγαμε ιστορίες. Από τα ξένα χωράφια τότε όλοι κλέβανε φρούτα. Το ίδιο κι εμείς. Μια μέρα ο ιδιοκτήτης μας κατάλαβε.
Στην εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο πηγαίναμε κάθε Κυριακή. Κατηχητικό δεν γινόταν συχνά επειδή έζησα πάνω στον πόλεμο. Τις Κυριακές η εκκλησία γέμιζε εφόσον τότε ήταν όλοι πιστοί. Οι μεγαλύτεροι μας αντιμετώπιζαν με κατανόηση και αγάπη.
Κανένα από τα αδέρφια και ξαδέρφια μου δεν είχε κλίση στις καλές τέχνες. Με τον αθλητισμό δεν ασχολούνταν τότε οι νέοι γιατί υπήρχε ανάγκη να βοηθήσουν την οικογένεια.
Ανέκδοτο που να έλεγαν τότε, δεν θυμάμαι κανένα.


Ε. Κοινωνική - Πολιτιστική ζωή

Οι οικογένειες τότε διασκέδαζαν σε γιορτές και σε πανηγύρια. Γίνονταν σε γάμους, στις γιορτές της εκκλησίας και κάθε Κυριακή ερχόταν κόσμος από άλλα χωριά στα καφενεία και γλεντούσαν ως το πρωί. Στα πανηγύρια κάναμε έθιμα, χορεύαμε, τραγουδούσαμε και στο πανηγύρι του χωριού κάναμε αναπαράσταση πάλης. Τα τραγούδια που έπαιζαν ήταν δημοτικά και η ορχήστρα στον τόπο μου είχε ούτι και σάζι. Είχαμε και γραμμόφωνο. Από τραγουδίστριες θυμάμαι τη Βέμπο.
Στο σπίτι γλεντούσαμε στις ονομαστικές γιορτές, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Τότε χορεύαμε, τραγουδούσαμε και λέγαμε ιστορίες. Τα τραγούδια ήταν λαϊκά της εποχής. Ένα τραγούδι έλεγε “Κάλμαντη, κάλμαντη. Ρεφρέν : Τζαντή μνηστήρι νταμπουλάτου σε νονα. Αλλάχ τζα μπα Βερεσία Βερεσία”. Οι μεγαλύτεροι χορεύανε χορούς παραδοσιακούς και ευρωπαϊκούς.
Στις μεγάλες γιορτές λέγαμε τα κάλαντα, πηγαίναμε στην εκκλησία, σφάζαμε γουρούνι ή αρνί και γλένταγε μαζί όλο το σόι. Στις Αποκριές γινόντουσαν καρναβάλια και πηγαίνανε σε παρέες από σπίτι σε σπίτι, χορεύανε και τους κέρναγαν γλυκά. Οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν εμάς τα παιδιά να μας αναγνωρίσουν. Γινόταν καρναβάλι. Υπήρχε η Χάσκα σαν έθιμο. Τη σαρακοστή και πριν τις μεγάλες γιορτές όλη η οικογένεια νήστευε ακόμα και τα παιδιά. Τότε τρώγαμε χόρτα, λαδερά και μαρμελάδες.
Για τις ονομαστικές γιορτές κάναμε γλυκά και μεζέδες και ερχόνουσαν οι καλεσμένοι και καθόντουσαν στο σπίτι. Εκτός από τα πανηγύρια δεν υπήρχε κανένα έθιμο που τράβαγε πολύ κόσμο.
Τα καλά ρούχα που φορούσαν ήταν κουστούμι ο μπαμπάς και η μαμά ταγέρ και παλτό. Ακόμη σκαρπίνι ο μπαμπάς και η μαμά τακούνια. Κοσμήματα βέβαια φορούσαν χρυσαφικά, χρυσούς σταυρούς, σκουλαρίκια και δαχτυλίδια χρυσά. Οι γυναίκες έφτιαχναν τα μαλλιά τους ίσια, περμανάντ και σπαστά. Οι νέες βάφανε τα μαλλιά με φύλλα καρυδιάς.
Στις επισκέψεις δεν πηγαίναμε δώρα. Με όλους τους άλλους συγγενείς είχαμε πολύ στενές σχέσεις. Στο παζάρι πηγαίναμε που γινόταν κάθε Σάββατο στην πόλη. Συνήθως αγόραζαν ρούχα και τρόφιμα. Δεν είχα πάει ποτέ σε τσίρκο. Δεν υπήρχε τότε κινηματογράφος, ούτε θέατρο. Δεν υπήρχε καραγκιόζης επειδή υπήρχε ο πόλεμος και δεν γινόταν τίποτα.
Πηγαίναμε σε χορούς, σε πανηγύρια και γάμους. Είχα πάει σε ένα γάμο όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι και ο κουμπάρος πάντα έταζε ένα δώρο. Και γινόταν γλέντι.
Παρατσούκλια υπήρχαν τότε και ήταν σαν υποχρεωτικό. Το επώνυμο του παππού μου ήταν Δεμπερδεμίδης, το δε παρατσούκλι του ήταν Καζέπης. Το επώνυμο από τη γιαγιά μου ήταν Καψωμίδης, το δε παρατσούκλι ήταν Χατζηλάζαρος. Ένας άλλος λεγόταν Δελεγενίδης και το παρατσούκλι του ήταν Παπής. Τα χρησιμοποιούσαν γιατί χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά τους, είτε κάτι διαφορετικό που είχαν και από την εξυπνάδα ή βλακεία τους.


Στ. Εμπειρίες από την Καθημερινή ζωή

Το πρωί ξυπνούσαμε στις 5-6 και η μαμά που μοίραζε το γάλα ξύπναγε στις 4. Ο μπαμπάς που πήγαινε για καπνό στις 3-4. Έπαιζε ρόλο το είδος της δουλειάς. Μόλις έδυε ο ήλιος τα παιδιά κοιμόνταν στις 9 η ώρα.
Το καλοκαίρι δεν πηγαίναμε διακοπές επειδή υπήρχαν πολλές-δουλειές. Θαλασσινά μπάνια δεν κάναμε, ούτε σε κατασκήνωση, επειδή υπήρχε ο πόλεμος. Όλοι τότε βοηθούσανε τους γονείς τους και μερικοί γονείς δεν τα στέλναν σχολείο για να τους βοηθάνε σε δουλειές. Βοήθαγαν στο μεγάλωμα τον μικρότερων παιδιών, στη βοσκή των ζώων, να σκουπίσουν και να βάψουνε το σπίτι. Οι γυναίκες ασχολούνταν με τις οικιακές δουλειές.
Θυμάμαι μια φορά μπήκαμε σε ένα παλιό σπίτι από περιέργεια, γιατί όλοι μας έλεγαν ότι ήταν στοιχειωμένο. Πήραμε κεριά και σπίρτα και μπήκαμε. Ακούγαμε περίεργους ήχους και φοβόμασταν. Σε μία στιγμή είδαμε κάτι να κουνιέται ανάμεσα στα παλιά έπιπλα. Πήγαμε κοντά και ήταν μία μικρή γατούλα. Την πήρα και την κράτησα στο σπίτι ώσπου πέθανε και λυπήθηκα πολύ γιατί είχαμε δεθεί πολύ.
Ο παππούς και η γιαγιά έμεναν μαζί μας. Στο σπίτι μας κοιμόμασταν 2 σε ένα δωμάτιο και 3 σε άλλο. Τρώγαμε όλοι μαζί. Για κολατσιό οι γονείς μου παίρνανε μαζί τους ψωμοτύρι, ελιές και ντομάτα. Τα φαγητά τα διατηρούσαμε στο φανάρι ή στο πηγάδι. Το φανάρι ήταν στο κελάρι. Για ψώνια στο μπακάλη πήγαινε πάντα ο πατέρας. Κυκλοφορούσαν τότε τα «εκατομμύρια[1]».
Ταξίδι έκανα με φορτηγό μέχρι τη Θεσσαλονίκη για να δουλέψω σε ένα εργοστάσιο. Τότε οι άνθρωποι δεν έκαναν συχνά ταξίδια. Η μεγάλη μου αδερφή είχε πάει Γερμανία με το τρένο, ως μετανάστρια. Όταν ήρθε η αδερφή μου από την Γερμανία μας έφερε μία τηλεόραση, ενώ στην Ελλάδα δεν υπήρχαν.
Υπήρχε ένα τηλέφωνο για όλο το χωριό. Δεν θυμάμαι να έγινε τότε κανένας σεισμός. Από αρρώστιες υπήρχε η ελονοσία και δεν υπήρχαν φάρμακα για αυτή. Γιατροί υπήρχαν, αλλά οι περισσότεροι πήγαιναν σε πρακτικούς γιατρούς. Τα προβλήματα υγείας τότε ήταν πυρετός, ελονοσία ή φυματίωση. Για πρακτικά φάρμακα τότε βάζανε κρεμμύδια, λάχανο, τσουκνίδα, βδέλλες και άλλα χαμομήλια, φασκόμηλα κ.ά. Φαρμακείο δεν υπήρχαν στην περιοχή μου.
Η μητέρα μου μάζευε βότανα. Στα κορίτσια μάθαινε να κεντάνε.
Ο μπαμπάς μου ήταν κουρέας. Τα παιδιά κουρεύονταν με την ψιλή και οι μεγάλοι είχαν κοντά μαλλιά.
Σημαντικά γεγονότα θυμάμαι που άλλαξαν τα χρήματα, η Ελλάδα πήρε ηλεκτρικό ρεύμα και κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή. Όταν μπήκαν το 1941 οι Γερμανοί, εγώ ήμουν 8 χρονών και ενώ έπαιξα με άρπαξε ένας και με χτύπησε στον τοίχο. Μετά ένας κύριος ήρθε και με έκρυψε σε μία ειδική σπηλιά.
Στην Κατοχή και στον Εμφύλιο δεν πεινάσαμε επειδή είχαμε καλλιέργειες. Μετά υπήρχαν θύματα. Από τις χειροβομβίδες πέθαναν 7 παιδιά από περιέργεια να δουν τους Γερμανούς.
Πάνω από το τζάκι είχαμε μεγάλο ρολόι. Τότε δεν υπήρχαν ρολόγια χεριού αλλά τσέπης. Την ώρα την καταλαβαίναμε από την θέση του ήλιου, όταν δουλεύαμε στα χωράφια.
Όλοι οι χωριανοί βοηθούσαν για τα τοπικά έργα. Στις εκκλησίες, στο σχολείο και για να γίνουν βρύσες.


Ζ.  Συνθήκες Ζωής

Τις καθημερινές για φαγητό τρώγαμε τα πάντα εκτός από κρέας που τρώγαμε Χριστούγεννα και Πάσχα. Το χειμώνα το σπίτι ζεσταινόταν με το τζάκι με ξύλα που είχαμε μαζέψει από το καλοκαίρι. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαμε λάμπες με πετρέλαιο ή κεριά. Ο δρόμοι του χωριού πριν δεν φωτίζονταν, αλλά όταν ήρθε το ρεύμα φωτίζονταν.
Το πατρικό σπίτι ήταν πέτρινο διώροφο με πολλά δωμάτια, με αυλή και από κάτω ήταν το καφενείο μας. Όλα τα άλλα σπίτια ήταν διώροφα και τα περισσότερα με πλίθες και κεραμίδια.
Οι μαμάδες καλλιεργούσαν τα λαχανικά και φρόντιζαν τον κήπο. Στο σπίτι είχαμε αγελάδες, πρόβατα, κότες, άλογο και μουλάρι.
Το σπίτι δεν είχε βρύσες και φέρναμε το νερό από τη βρύση του χωριού με τα κιούνια. Ηλεκτρικές συσκευές δεν χρησιμοποιούσαμε, μέχρι που ήρθε το ρεύμα. Μετά το φανάρι πήραμε ψυγείο πάγου.
Το φαγητό μαγειρευόταν στο τζάκι με κατσαρόλα. Στην αρχή ήταν πήλινα και μετά τσίγκινα. Το ψωμί το ζύμωνε η μητέρα μου πάντα.
Τουαλέτα υπήρχε μία στην κουζίνα και μία στην αποθήκη.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ


[1] Πληθωρικά χαρτονομίσματα κατά την περίοδο της Κατοχής. Υπήρχαν χαρτονομίσματα μέχρι 25 δισεκατομμύρια δραχμές, αλλά με μικρή αξία (π.χ. αγόραζες ένα κουτί σπίρτα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου