Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ. ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΚΟΥΡΑ



Το χωριό Ανιάδα του νομού Ευρυτανίας

Α. Καταγωγή – Οικογενειακά στοιχεία

Με λένε Αφροδίτη Κακούρα και είμαι 83 ετών. Οι γονείς μου ήταν από ένα πολύ ορεινό και πολύ όμορφο χωριό της Ευρυτανίας, την Ανιάδα. Ο παππούς μου ήταν δάσκαλος και ο πατέρας μου ταχυδρόμος. Ο πατέρας μου είχε ένα πανέμορφο κάτασπρο άλογο και καβάλα σ’ αυτό γυρνούσε τα χωριά ως πέρα στο Καρπενήσι και μοίραζε τα γράμματα. Είχε και μια σάλπιγγα που μ’ αυτήν, μόλις έμπαινε σ’ ένα χωριό, καλούσε στην πλατεία όσους είχαν γράμμα να δώσουν ή περίμεναν να πάρουν. Η μάνα μου φρόντιζε τις δουλειές του σπιτιού, αλλά έτρεχε και στους κήπους και στα χωράφια μας...

Αγαπούσα και τους δυο γονείς μου, όπως κι αυτοί μ’ αγαπούσαν πάρα πολύ, εξ άλλου ήμουν το πρώτο παιδί ενός πολύ αγαπημένου ζευγαριού. Για τον πατέρα μου όμως ένιωθα κάτι παραπάνω. Τον αγαπούσα, αλλά και τον καμάρωνα και για την εντυπωσιακή του εμφάνιση, αλλά και για τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους. Πήρε μέρος σ’ όλες τις εξορμήσεις του στρατού μας για την απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας και, το κυριότερο, ανήκε στη διμοιρία που πρώτη μπήκε στη Θεσσαλονίκη κατά την απελευθέρωσή της. Όσο χρόνο κι αν αφιερώσουμε τώρα, Γιάννη μου, κι όσα κι αν σου πω, δε θα φτάσουν για να σου διηγηθώ αυτά που μου εξιστορούσε για κείνη τη μεγάλη μέρα. 
   Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο χωριό. Φτωχός πολύ ήταν ο τόπος μας, αλλά ποτέ δεν έλειψε τίποτα το βασικό απ’ την οικογένειά μας, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Τότε πραγματικά υποφέραμε, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες.
   Το σπίτι μας ήταν διώροφο, πετρόχτιστο και σκεπασμένο με πλάκες. Κανένα σπίτι στο χωριό μας τότε δεν ήταν σκεπασμένο με κεραμίδια. Σ’ αυτό το σπίτι έζησα μέχρι τότε που γνώρισα τον παππού σου και τον παντρεύτηκα.
   Είχα τέσσερα αδέρφια , δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Οι σχέσεις μας ήταν καλές, αν και δεν έλειπαν και τα μικροκαυγαδάκια κι αυτό γιατί τα δυο μικρότερα ήταν πολύ σκανταλιάρικα και απαιτητικά.
   Οι γονείς μας δεν ήταν αυταρχικοί και η λέξη τιμωρία ήταν άγνωστη στο σπίτι μας, ούτε μας περιόριζαν, όμως και οι δουλειές ήταν τόσο πολλές που δεν είχαμε πολύν ελεύθερο χρόνο. Έπρεπε ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του να βοηθάει στο σπίτι. Ο ένας θα πήγαινε να ποτίσει τα ζώα, ο άλλος να φέρει νερό απ’ τη βρύση, ο τρίτος να βοηθήσει στο χωράφι … Αργότερα τα αγόρια έφυγαν για τη Λαμία.

Β. Σχολική ζωή – Παιχνίδια

   Σχολείο πήγα μόνο στο Δημοτικό του χωριού μας. Δε συνηθιζόταν τότε να φεύγουν τα κορίτσια απ’ το χωριό τους για να πάνε στην πόλη για σπουδές, αν και εγώ θα ήθελα πολύ να σπουδάσω.
   Το σχολείο μας τότε είχε αρκετά παιδιά, 35-40. Ήταν στο κέντρο του χωριού και σ’ απόσταση 300 μέτρων περίπου απ’ το σπίτι μας. Στην αυλή του υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο, διακοσίων και παραπάνω χρόνων, και σ’ αυτό ήταν κρεμασμένο το «καμπανέλι», μια μικρή καμπάνα που χτυπούσε ο δάσκαλος δυο φορές τη μέρα για να πάμε στο σχολείο, τη μία στις 8:00 το πρωί και την άλλη στις 5:00 το απόγευμα. Είχε μια μεγάλη αίθουσα, μεγάλα χοντροκομμένα ξύλινα θρανία και ένα τραπέζι για το δάσκαλο. Είχαμε και έναν μαυροπίνακα στον οποίο γράφαμε με κιμωλίες και σβήναμε με ένα λαγοπόδαρο, αυτό είχαμε για σπόγγο τότε.
   Το σχολείο μας ήταν μονοθέσιο και για τρία χρόνια είχαμε έναν δάσκαλο απ’ την Κυπαρισσία της Πελοποννήσου. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Τα άλλα τρία χρόνια είχαμε έναν δάσκαλο από κάποιο γειτονικό χωριό. Αυτός ήταν πολύ αυστηρός και με το παραμικρό έδερνε τα παιδιά, όμως δεν μας έκανε συνέχεια μάθημα. Στον τοίχο δίπλα στον πίνακα είχε κρεμασμένο το τουφέκι του κι όταν καταλάβαινε ότι έρχονταν κοτσύφια στα δέντρα της Αγίας Παρασκευής εκεί κοντά, ανέθετε σε έναν καλό μαθητή της τελευταίας τάξης να προσέχει τα παιδιά μέχρι να γυρίσει, έπαιρνε το τουφέκι και συνήθως τον ξαναβλέπαμε αργά το μεσημεράκι. Οι διαθέσεις του ήταν ανάλογες με τις επιτυχίες που είχε στο κυνήγι. Ο δάσκαλος αυτός έκανε και τον κουρέα. Μετά το μάθημα, όσα αγόρια ήταν για κούρεμα, τα έπαιρνε σ’ ένα διπλανό δωματιάκι κι εκεί έκανε τα κεφάλια τους γλόμπους.
   Δικά μας βιβλία λίγα είχαμε. Είχε όμως αρκετά η βιβλιοθήκη του σχολείου μας. Αυτά ήταν δώρο συγχωριανών μας που ζούσαν και δούλευαν χρόνια στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη). Στην Πόλη είχαν εγκατασταθεί από χρόνια πολλοί συγχωριανοί μας κι όλοι διατηρούσαν σχέσεις με το χωριό. Στην Αμερική και σ’ άλλες χώρες λίγοι πηγαίνανε τότε από το χωριό μας. Τα βιβλία αυτά μπορούσαμε να τα δανειζόμαστε και να διαβάζουμε. Στις μικρές τάξεις χρησιμοποιούσαμε πλάκα και κοντύλι για να γράφουμε και στις μεγαλύτερες μολύβι και κοντυλοφόρο.
   Το σχολείο μας διοργάνωνε και γιορτές. Οι πιο σημαντικές ήταν πρώτα αυτή στις 25 Μαρτίου κι έπειτα εκείνη για τη λήξη των μαθημάτων. Στο τέλος αυτής της τελευταίας γιορτής και για να πάρουμε τα ενδεικτικά ή τα απολυτήριά μας έπρεπε να εξεταστούν οι γνώσεις μας μπροστά σ’ όλους τους παρευρισκόμενους από μια επιτροπή από χωριανούς που είχαν ζήσει και εργαστεί για χρόνια στα ξένα. Οι ερωτήσεις αφορούσαν την Ιστορία, τα Θρησκευτικά, την Αριθμητική, την Πατριδογνωσία και άλλα. Οι καλύτεροι έπαιρναν σαν ξεχωριστό βραβείο ένα χάρτινο χωνάκι με καραμέλες. Ανάμεσά τους βρέθηκα αρκετές φορές κι εγώ κι ήμουνα πολύ περήφανη γι’ αυτό.
   Δεν πήγαιναν όλα τα παιδιά στο σχολείο στα χρόνια μου. Πολλοί γονείς τα κρατούσαν για να τους βοηθούν στις δουλειές στα χωράφια και στα κοπάδια που είχαν. Άλλα ερχόντουσαν κάπου-κάπου, ανάλογα με τις δουλειές της οικογένειας. Η ενδυμασία ήταν γενικά φτωχική και κάποια παιδιά φορούσαν γουρουνοτσάρουχα.
   Τα παιχνίδια που παίζαμε ήταν απλά, κρυφτό, κυνηγητό, με βόλους … Τα κορίτσια φτιάχναμε κούκλες και παίζαμε με αυτές, ενώ τα αγόρια, όσα ήταν από 11-12 ετών και πάνω, έκαναν αγώνες δρόμου καβάλα άλλοτε σε άλογα κι άλλες φορές σε γαϊδούρια. Στα κορίτσια πάρα πολύ άρεσε και το κέντημα.

Δ. Άλλα ενδιαφέροντα – Κοινωνική ζωή

   Ελεύθερο χρόνο πολύ λίγο είχαμε. Μαζευόμασταν όμως τα βράδια στο σπίτι εμείς κι άλλα πολλά παιδιά κι εκεί ο πατέρας μου μας έλεγε ιστορίες απ’ τον πόλεμο. Θυμάμαι τις περιγραφές του για τη φονική μάχη στο Σαραντάπορο, για τον αρχιστράτηγο, τον οποίο έτυχε να τον γνωρίσει από κοντά σε κάποια από εκείνες τις επιχειρήσεις, για τη θριαμβευτική είσοδο του στρατού μας στη Θεσσαλονίκη, για τις ζητωκραυγές του κόσμου, για τις σημαίες που έβγαζαν στα μπαλκόνια… .
   Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές σταματούσαν όλες οι εργασίες, εκτός απ’ αυτές που είχαν σχέση με τη βόσκηση και το πότισμα των ζώων. Όλοι, μικροί μεγάλοι, πηγαίναμε στον Άη- Νικόλα, στην εκκλησία του χωριού μας. Με το σχόλασμα της εκκλησίας κάθονταν όλοι στα τραπεζάκια του προαυλίου κι εκεί ο πρόεδρος ανακοίνωνε τα νέα απ’ τον «έξω» κόσμο και τις αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου για τα έργα που θα έπρεπε να γίνουν στο χωριό ή κι αν υπήρχε ανάγκη για προσωπική εργασία, για να γίνει ένας δρόμος, ένα αυλάκι ή οτιδήποτε άλλο.
   Η ζωή μας ήταν αρκετά κοπιαστική τα χρόνια εκείνα, αλλά οι άνθρωποι ήταν πολύ περισσότερο δεμένοι μεταξύ τους απ’ ό τι είναι τώρα. Στο θέρο, στον τρύγο, σ’ άλλες αγροτικές δουλειές, όταν κάποιος έχτιζε ένα σπίτι, όταν με δυο λόγια είχε ανάγκη από έκτακτη βοήθεια από πιο πολλά χέρια,  δεν χρειαζόταν καν να το ζητήσει, εύρισκε πάντα πρόθυμους φίλους, συγγενείς και γείτονες που από μόνοι τους έτρεχαν να τον βοηθήσουν. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ…

Υπαίθριο γλέντι με κλαρίνο και χορό – Φωτ. Δέσποινας Καραμπά

   Δεν έλειπαν και οι διασκεδάσεις. Κορυφαία στιγμή για το χωριό μας ήταν το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Κρατούσε τρεις μέρες. Πανηγυριώτες έφταναν απ’ όλα τα γειτονικά χωριά κι ακόμα σχεδόν όλοι οι ξενιτεμένοι χωριανοί μας που όλον το χρόνο περίμεναν πώς και πώς αυτές τις μέρες του γυρισμού να ξαναδούν φίλους και συγγενείς, να χορέψουν, να τραγουδήσουν, να πουν για τους ξένους τόπους που ζουν και για τους καημούς της ξενιτειάς. Το κλαρίνο, το βιολί, το ντέφι και το σαντούρι έκαναν να αντιλαλεί ο τόπος. Τα τραγούδια που απαιτούσαν οι χορευτές ήταν στο σύνολό τους παλιά, παραδοσιακά, γνήσια δημοτικά, άλλα της βοσκής κι άλλα της ξενιτειάς.
   Οι μεγαλοκτηνοτρόφοι με παραφουσκωμένα τα πορτοφόλια είχαν τον πρώτο λόγο κι ολόισιοι, στητοί σαν τις κλίτσες που κρατούσαν, μ’ ανάρριχτη στον ώμο την κάπα και τσιγκελωτό το μουστάκι, έδιναν πρώτοι την παραγγελιά τους ν’ ακουστεί ο σκάρος κι έπειτα ακολουθούσε ο χορός.
   Εκτός όμως απ’ το πανηγύρι κι άλλες πολλές φορές διασκεδάζαμε στη διάρκεια του χρόνου, όπως το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, τις Αποκριές, στις ονομαστικές γιορτές των μελών της οικογένειας, σε αρραβώνες, σε γάμους και σε βαφτίσια. Τις μέρες αυτές άντρες και γυναίκες φορούσαν τα καλά τους κι όλοι πλούσιοι και φτωχοί είχαν κάτι ξεχωριστό να βάλουν.
   Το τραπέζι του γάμου γινόταν πάντα στην πλατεία του χωριού, αν ο καιρός ήταν καλός, διαφορετικά στην αίθουσα του σχολείου, που ήταν και η πιο μεγάλη στο χωριό. Καλεσμένοι ήταν πάντα όλοι οι χωριανοί. Τα κρέατα, οι πίτες κι όλα τα καλά του τραπεζιού ήταν δώρα των συγχωριανών στο νέο ζευγάρι. Εκεί όλοι μαζί χόρευαν, γλεντούσαν κι εύχονταν στους νιόνυμφους να ζήσουν ευτυχισμένοι.

Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή – Συνθήκες ζωής

   Οι διακοπές, όπως τουλάχιστο εννοούνται σήμερα, ήταν κάτι το άγνωστο για εμάς τα χρόνια εκείνα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά ήταν απασχολημένοι ολοχρονίς.
   Στο ίδιο σπίτι με την οικογένεια ζούσαν παππούδες και γιαγιάδες, έτσι ήταν αδύνατο καθένας να έχει και το δικό του δωμάτιο.
   Πριν από την Κατοχή, παρά την κούραση, ζούσαμε καλά. Απ’ το σπίτι μας δεν έλειπε τίποτα απ’ όσα μπορούσε μια οικογένεια να έχει στο χωριό τα χρόνια εκείνα.
   Βέβαια ηλεκτρικό, τηλέφωνο κι αυτές τις ανέσεις που τώρα έχουμε τότε δεν υπήρχαν.
   Ειδικό χώρο για μπάνιο μέσα στο σπίτι, το δικό μας ήταν απ’ τα ελάχιστα που είχαν, αν και το νερό το φέρναμε από βρύση που βρισκόταν αρκετά πιο πέρα. Πλενόμασταν με σαπούνι που αγοράζαμε στο Καρπενήσι.
   Τα βράδια τρώγαμε όλοι μαζί. Τα μεσημέρια όμως αυτό ήταν αδύνατο, γιατί έτρεχε καθένας στη δουλειά του. Σχεδόν τα πάντα απ’ ό τι χρειαζόμασταν για φαγητό το φτιάχναμε μόνοι μας, καθώς και τα περισσότερα από τα ρούχα που φορούσαμε. Είχαμε δυο αργαλειούς, στον ένα απ’ τους οποίους μπορούσαμε να υφάνουμε λεπτό ωραίο ύφασμα. Απ’ το Καρπενήσι αγοράζαμε και με το μουλάρι μεταφέραμε αυτά που δεν μπορούσαμε εμείς να φτιάξουμε, όπως κάποια ρούχα, παπούτσια, πετρέλαιο, σαπούνια κλπ.
   Τα πιο μακρινά ταξίδια που έκανα τότε ήταν στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό.
   Απ’ τα σημαντικά γεγονότα εκείνων των χρόνων θυμάμαι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, την Κατοχή και την προσωπική μου περιπέτεια όταν στα χρόνια της Κατοχής επιστρέφοντας απ’ το Αιτωλικό στο χωριό με τη μάνα και τον πατέρα μου, πέθανε ο πατέρας μου απ’ τις κακουχίες στα μισά του δρόμου κάπου εκεί κοντά στο μοναστήρι του Προυσού.
   Τώρα τα χρόνια έχουν περάσει κι εγώ με νοσταλγία πολλές φορές φέρνω στο νου μου τα παιδικά μου χρόνια. Πόση ασφάλεια νιώθαμε τότε και πόσο αδερφωμένοι ήμασταν όλοι! Ο κόσμος έχει αλλάξει πάρα πολύ. Σε τι κόσμο θα ζήσετε εσείς η καινούργια γενιά, παιδί μου; …

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου