Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Μοντέλο Στουρνάρα ή Χότζα;



Κ. Στούπας
Η Ελλάδα είναι το τελευταίο «σοβιετικό» καθεστώς της Ευρώπης που καταρρέει θορυβωδώς. Σε αντίθεση με τα αυθεντικά σοβιετικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης η Ελλάδα είχε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο γιατί μετά τον πόλεμο προσκολλήθηκε με μια παρασιτική σχέση στην καπιταλιστική Δύση και εισήλθε στην  ΕΟΚ και το ευρώ...
Τα χαρακτηριστικά του σοβιετισμού έχουν να κάνουν με συντριπτικό έλεγχο του κράτους στην οικονομία. Εκτός του διευρυμένου τομέα των κλάδων που ελέγχονται από το κράτος, στην Ελλάδα και ένα σημαντικό μέρος του ιδιωτικού τομέα είναι άμεσα εξαρτημένο από το κράτος, μέσω προμηθειών, έργων, ρυθμίσεων κλειστών επαγγελμάτων, ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, αναπτυξιακών προγραμμάτων κλπ.

Τούτο σημαίνει πολύ απλά, πως αντί των κανόνων της αγοράς και του ανταγωνισμού μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων, τους κανόνες νομής και διανομής του επιχειρηματικού πλούτου τους ρύθμιζαν οι γραφειοκράτες του δημοσίου και το πολιτικό και συνδικαλιστικό σύστημα μέσω των πελατειακών του σχέσεων.

Στο μοντέλο που αναπτύχθηκε μετά τον πόλεμο, βασικά χαρακτηριστικά ήταν ο προστατευτισμός που καθιστούσε εύκολο σε εγχώριες επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα που σπάνια μπορούσαν να σταθούν από άποψη ποιότητας και κόστους δίπλα στα εισαγόμενα άνευ της δασμολογικής προστασίας.

Για να γίνει κάποιος επιχειρηματίας μετά τον πόλεμο, πρωτίστως έπρεπε να έχει εξασφαλίσει πολιτική πατρωνία και δευτερευόντως έφεση στην καινοτομία και καλή οργάνωση. Μέσω της πολιτικής πατρωνίας εκτός της ειδικής  δασμολογικής προστασίας  εξασφάλιζε και πρόσβαση στο κυρίαρχο κρατικοδιοικούμενο τραπεζικό σύστημα.

Στην προ ευρώ εποχή με επιτόκια πάνω από 20%, καμία επένδυση δεν ήταν εφικτή χωρίς την κρατική επιδότηση. Οι πολιτικοί και η κρατική γραφειοκρατία επέλεγαν ποιον θα κάνουν επιχειρηματία με τα λεφτά που αποταμίευαν στις τράπεζες οι καταθέτες ή αυτά που τύπωνε η Κεντρική Τράπεζα, πληθωρίζοντας τις περιουσίες του συνόλου προς όφελος των χρυσοκάνθαρων της πολιτικής πατρωνίας...

Μεταπολεμικά εκτός του ναυτιλιακού και αυξανόμενου τουριστικού συναλλάγματος, ήταν το μεταναστευτικό που εξισορροπούσε το διαρκώς ελλειμματικό ισοζύγιο και όχι τόσο οι εξαγωγές των μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.

Λοκομοτίβα της μεταπολεμικής ανάπτυξης ήταν η οικοδομή και όχι οι βιομηχανικές και παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της υπανάπτυξης του μοντέλου που κυριάρχησε. Φυσικά υπήρξαν επιχειρήσεις που τα κατάφεραν και θα τα κατάφερναν και χωρίς την προστασία. Ήταν οι εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας.

Μετά την μεταπολίτευση ο ήδη ισχνός παραγωγικός ιστός της χώρας αποσαρθρώθηκε παντελώς υπό το βάρος του άτυπου μοντέλου κρατικοδίαιτου σοσιαλισμού  που εγκαθίδρυσαν ο Καραμανλής ο Πρεσβύτερος και κυρίως, ο ολετήρ παραγωγικών υποδομών και νεοελληνικών  συνειδήσεων, Ανδρέας Παπανδρέου.

Αργότερα, οι συνεχώς αυξανόμενες κοινοτικές επιδοτήσεις τα πρώτα χρόνια και ο εύκολος δανεισμός την περίοδο του ευρώ, καθώς οι αγορές είχαν «τυφλωθεί» και δάνειζαν την Ελλάδα με επιτόκια Γερμανίας, ολοκλήρωσαν το παζλ της καταστροφής.

Από το 1980 μέχρι το 2010 τη χρονιά της χρεοκοπίας, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο υπερδιπλασιάστηκαν των ΔΕΚΟ μη συμπεριλαμβανομένων. Οι δαπάνες του δημοσίου σε αποπληθωρισμένες τιμές στην ίδια περίοδο πολλαπλασιάστηκαν χωρίς να συμβεί το ίδιο και με τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

Αντιθέτως π.χ. παρά την κατακόρυφη αύξηση των δαπανών, οι υπηρεσίες παιδείας στα τριάντα χρόνια της μεταπολίτευσης σε όλες τις βαθμίδες της παιδείας υποβαθμίστηκαν. Η Ελλάδα έχει φτάσει να έχει τους λιγότερους μαθητές ανά διδάσκοντα (8 μαθητές ανά διδάσκοντα) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και μια από τις χαμηλότερες στάθμες δημόσιας παιδείας...  Εύκολο χρήμα, κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, αναξιοκρατία, μη αξιολόγηση και κακώς εννοούμενος αντιαυταρχισμός είναι τα βασικά αίτια.

Η πρόσβαση του κράτους κυρίως σε εύκολο και φθηνό δανεισμό, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για αύξηση των δαπανών, των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους πέραν των όποιων ορίων ελέγχου.

Χρεοκόπησε η κοινωνία

Αυτό όμως είναι η επιφάνεια του προβλήματος. Σε κοινωνικό επίπεδο το μεταπολιτευτικό μοντέλο δημιούργησε μια κοινωνία με παρασιτική συνείδηση και ερμηνεία του κόσμου.

Καθώς οι άνθρωποι προσαρμόζουν στα υλικά δεδομένα τις ιδεολογικές τους και θρησκευτικές  πεποιθήσεις, ο παρασιτικός πελατειακός κρατισμός, με βασικό ιμάντα τον κρατικό συνδικαλισμό, βρήκε καταφύγιο στο ιδεολογικό μανδύα που προσέφερε η εκφυλισμένη συστημική εγχώρια αριστερά.

Τώρα πως η αρχή της αυτοδιαχείρισης και των εργατικών συμβουλίων που θα διοικήσουν τις παραγωγικές υποδομές που θα κληροδοτήσει ένας υπεραναπτυγμένος καπιταλισμός συνάδει με την υπεράσπιση της αργομισθίας και δημοσιοϋπαλληλίας σε ένα σοβιετικού τύπου πελατειακό καπιταλισμό χωρίς παραγωγικές υποδομές, αυτό μόνο οι εγχώριοι μαρξιστικά αναλφάβητοι αριστεροί το κατανοούν.

Οι πολιτικοί οργανισμοί με πρόσχημα την ιδεολογία δημιουργούν τις προϋποθέσεις επιβολής ενός συστήματος εξουσίας που εξυπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα του πολιτικού μηχανισμού και εν συνεχεία των «αφισοκολλητών» που το ακολουθούν.

Η χρεοκοπία της Ελλάδας λοιπόν μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να είναι μια κρατική χρεοκοπία που απαιτεί μείωση των δαπανών και αναδιάρθρωση του κράτους, κυρίως όμως είναι μια χρεοκοπία του μεταπολεμικού και μεταπολιτευτικού μοντέλου και της κοινωνικής συνείδησης που γαλούχησαν...

Η χώρα πρέπει τάχιστα να υιοθετήσει ένα καινούργιο οικονομικό μοντέλο που θα μπορεί να της εξασφαλίζει τα αναγκαία μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Συγκριτικά ακόμη και ένα επαναστατικά αποτελεσματικό μοντέλο θα χρειαστεί χρόνια προσπάθειας για να εξασφαλίσει ένα επίπεδο διαβίωσης κοντά στα επίπεδα αυτού που είχε αποκτηθεί τα τελευταία χρόνια με επιδοτήσεις και δανεικά.

Ενώ τα δυο - τρία χρόνια της χρεοκοπίας έχει χυθεί πολύ μελάνι για το αν αυτό που χρεοκόπησε ήταν νεοφιλελεύθερο ή κάποιο μόρφωμα τριτοκοσμικού καπιταλισμού με έντονα σοβιετικά χαρακτηριστικά, ελάχιστα έχουν ειπωθεί για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει αυτό το μοντέλο στο οποίο πρέπει να μεταλλάξουμε την οικονομία.

Στην Ελλάδα μαλώνουμε για το αν πρέπει η ΕΚΤ να τυπώσει χρήμα για να προκύψει ανάπτυξη. Έστω και το κάνει, ποια υποδομή μπορεί να αναπτυχθεί στην Ελλάδα και γιατί...
 

Δυο μοντέλα για το αύριο...

Σε γενικές γραμμές έχουν διατυπωθεί περιφραστικά δυο κατευθύνσεις για την επόμενη μέρα.

Τις βασικές παραμέτρους της πρώτης έχει περιγράψει κατά καιρούς και ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας. Κύριοι άξονες αυτού του μοντέλου με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας είναι η ενδυνάμωση και επέκταση της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας. Η δημιουργία προϋποθέσεων για την αύξηση των επισκεπτών, την επιμήκυνση της περιόδου των επισκέψεων αλλά κυρίως η οργάνωση των υποδομών να φιλοξενήσει η χώρα συνταξιούχους από τις βόρειες χώρες της Ευρώπης.

Ο ιατρικός τουρισμός, όπως και ο συνεδριακός αποτελούν επίσης σημαντικές παραμέτρους. Η αύξηση των επισκεπτών της χώρας θα βοηθήσει και την αύξηση της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε πλειάδα κλάδων. Φυσικά η ανάδειξη της τουριστικής βιομηχανίας σαν τομέα με ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας, δεν αναιρεί τις προσπάθειες σε μια σειρά άλλες δραστηριότητες, είτε έχουν να κάνουν με την παραγωγή πράσινης ενέργειας, είτε με τις ιχθυοκαλλιέργειες, με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία ή την ελαφρά βιομηχανία όπου υπάρχουν ενδείξεις και ενδιαφέρον για ανταγωνιστική παραγωγή και όχι για κρατικές ή κοινοτικές επιδοτήσεις.

Το άλλο μοντέλο...
 

Το άλλο μοντέλο για το οποίο έχουν ακουστεί γενικές και αποσπασματικές περιγραφές αφορά γενικά και αόριστα ένα μοντέλο αυτάρκειας. Στο μοντέλο αυτό συμπίπτουν σημαντικά τόσο οι απόψεις της άκρας δεξιάς όσο και της αριστεράς, της οποίας το άκρο έχει μετατεθεί στο σύνολο σχεδόν.  Το μοντέλο αυτό μιλά για δημιουργία βαριάς βιομηχανίας σε όλους τους τομείς με βασικό προγραμματιστή και συμμέτοχο το κράτος.

Το μοντέλο αυτό αποτελεί μια ανακύκλωση είτε μιας παραλλαγής του μεταπολεμικού μοντέλου Παπάγου-Μαρκεζίνη είτε ανάστασης των σοβιετικών μοντέλων που εφαρμόστηκαν και απέτυχαν στα βαλκάνια.

Καθώς όμως το μεταπολεμικό μοντέλο έλαβε χώρα σε άλλη εποχή με άλλες προϋποθέσεις, σήμερα  οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών πλήρους αυτάρκειας θα οδηγούσε λίγο-πολύ  σε μια προσπάθεια ανασύστασης του θλιβερού αλβανικού μοντέλου του Ενβερ Χότζα.

Αν βάλουμε τους Έλληνες να παράγουν μπλουζάκια ανταγωνιζόμενοι τους Κινέζους θα κάνουμε τους Έλληνες Κινέζους.

Αν παράγεις αυτό στο οποίο είσαι καλύτερος και ανταλλάσεις το περίσσευμα με αυτά στα οποία οι άλλοι είναι καλύτεροι τότε υπάρχει περισσότερη τροφή για όλους. Αυτό είναι το θλιβερό μάθημα που μας έμαθε η Αλβανία στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Το συγκριτικό πλεονέκτημα

Την θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος την έχει αναπτύξει πρώτος ο Ντεϊβιντ Ρικάρντο (1772-1823).

Με απλά λόγια ο προβληματισμός έχει ως εξής...

Ας υποθέσουμε πως ο Τάκης και ο Μήτσος είναι ναυαγοί σε ένα  ακατοίκητο νησί που διαθέτει μπανάνες και ψάρια. Ο Τάκης μπορεί να πιάσει 10 ψάρια την μέρα ενώ ο Μήτσος 5. Ο Τάκης μπορεί επίσης να μαζεύει 10 τσαμπιά μπανάνες όσες και ο Μήτσος που εδώ τα καταφέρνει καλύτερα.

Αν δεν συνεργαστούν ο Τάκης θα μαζεύει 10 ψάρια και 10 μπανάνες. Ο Μήτσος θα μαζεύει 10 μπανάνες και 5 ψάρια. Συνολικά θα μαζεύουν 20 μπανάνες και 15 ψάρια.

Το γεγονός πως ο Τάκης έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και στα δυο δεν σημαίνει πως τον συμφέρει να το εξασκεί.

Αν αποφασίσουν να κάνουν εμπόριο και αν υποθέσουμε πως για κάθε τσαμπί μπανάνες που δεν πιάνει ο Τάκης μπορεί να πιάνει ένα ψάρι  και ο Μήτσος αφεθεί να μαζεύει μπανάνες, τότε αμφότεροι θα μπορούν να συγκεντρώνουν τη μέρα 20 ψάρια και 20 μπανάνες. Αν ανταλλάσουν τα μισά θα μπορούν και οι δύο να τρώνε περισσότερο απ’ ό,τι αν ο καθένας τα έκανε όλα μόνος του. Αν ήταν δηλαδή αυτάρκης.
Πηγή:www.capital.gr
 29 – 8 – 2012 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου