Αγοράζουμε μόνο τα απαραίτητα
Αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής (-1,4%) παρουσίασε η αξία της
συνολικής αγοράς των σούπερ μάρκετ και cash & carry το 2010, σε σύγκριση με
το προηγούμενο έτος, τάση που, όπως εκτιμάται, συνεχίστηκε και το 2011 με
εντονότερο ρυθμό. Αυτό προέκυψε, μεταξύ άλλων, από κλαδική μελέτη που εκπόνησε
η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Icap Group, στην οποία διερευνάται η
εξέλιξη της αγοράς των σούπερ μάρκετ και cash & carry...
Ειδικότερα, σχετικά με την εξέλιξη της συγκεκριμένης αγοράς, στην έρευνα επισημαίνονται τα εξής: «Η υφιστάμενη οικονομική κρίση επηρέασε αρνητικά και τον κλάδο των σούπερ μάρκετ, ο οποίος αποτελεί ίσως έναν από τους πιο 'ανθεκτικούς' κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
» Παράγοντες όπως η στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερα προϊόντα, ακόμα και για τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, η ελαχιστοποίηση των 'παρορμητικών' αγορών, η αναζήτηση του καλύτερου συνδυασμού μεταξύ κόστους και αξίας (value for money) κ.ά., οι οποίοι έχουν ως κοινό παρονομαστή τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους και την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της υπάρχουσας οικονομικής συγκυρίας, οδήγησαν σε μείωση της συνολικής αξίας των πωλήσεων των επιχειρήσεων του εξεταζόμενου κλάδου το 2010/09 (-1,4%), έπειτα από διαχρονική αύξηση επί σειρά ετών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αξία των συνολικών πωλήσεων του κλάδου των σούπερ μάρκετ και cash & carry παρουσίασε περαιτέρω μείωση (εκτιμώμενο ποσοστό 2%- 3%), το 2011.
» Σχετικά με τον βαθμό συγκέντρωσης, 3 και 5 από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου συγκέντρωσαν αντίστοιχα το 36% και 51% της συνολικής αγοράς, το 2010.
» Το καταναλωτικό κοινό ωθείται πλέον στην αγορά των «απαραίτητων» αγαθών και στον περιορισμό των δαπανών για τα λοιπά προϊόντα. Τα τρόφιμα και τα ποτά κατέλαβαν το 75% των συνολικών πωλήσεων, το 2010».
Σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών εκτιμάται στα 334 ευρώ το 2011, μειωμένη κατά 3,7% σε σχέση με το 2010.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα 82 εταιριών, για τη διετία 2010- 2009, προέκυψαν τα εξής:
Το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε αύξηση 6,6% το 2010 σε σχέση με το 2009, η οποία προήλθε από την αύξηση της αξίας των καθαρών παγίων (κυρίως) και των απαιτήσεων. Τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά 4,7%. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις αυξήθηκαν κατά 17,7%, οι δε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν με μικρότερο ρυθμό κατά 8,6%, το 2010/09.
Οι συνολικές πωλήσεις των 82 επιχειρήσεων του δείγματος σημείωσαν μικρή αύξηση (1,1%) το 2010 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, τα δε μικτά κέρδη παρέμειναν σχεδόν στα ίδια επίπεδα (-0,05%). Η σημαντική αύξηση των λοιπών λειτουργικών εξόδων (5,8%) οδήγησε στην επιδείνωση του συνολικού λειτουργικού αποτελέσματος κατά 75,3%, το 2010/09. Τελικά, τα κέρδη προ φόρου των συγκεκριμένων εταιρειών μειώθηκαν σημαντικά κατά 84,1%, ενώ και τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν κατά 32,6%.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ο κλάδος των σούπερ μάρκετ αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
«Στη συγκεκριμένη αγορά δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός εταιριών, οι μεγαλύτερες των οποίων ελέγχουν γνωστές και εδραιωμένες αλυσίδες καταστημάτων. Ο έντονος ανταγωνισμός που παρατηρείται μεταξύ των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, που κυριαρχούν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση οδηγώντας τις εταιρίες στην αναζήτηση νέων στρατηγικών ανάπτυξης.
» Η ποιότητα, η τιμή και η προέλευση των προϊόντων (εγχώρια ή ξένη), αποτελούν τα σημαντικότερα κριτήρια επιλογής για τους καταναλωτές και καθορίζουν τη ζήτηση των προϊόντων του εξεταζόμενου κλάδου. Αντίστοιχα, η εύκολη πρόσβαση, η ποιότητα και η ποικιλία εμπορευμάτων, διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην τελική επιλογή ενός καταστήματος από τους καταναλωτές. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, οι προσφορές και παροχές των αλυσίδων προς τους πελάτες τους, η παρουσία των discounters και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου, έχουν αναγάγει την τιμολογιακή πολιτική σε έναν σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης, καθώς και διατήρησης και προσέλκυσης μέρους του καταναλωτικού κοινού.
» Στοιχείο που διαφοροποιεί τις επιχειρήσεις του εξεταζόμενου κλάδου είναι ο αριθμός και το είδος των καταστημάτων τους (σούπερ μάρκετ, discount, cash & carry). Οι μεγάλες εταιρίες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο πωλήσεων με ευρεία γεωγραφική κάλυψη και διαφορετικούς τύπους καταστημάτων, ανάλογα με την επιφάνεια πωλήσεων και το εύρος των προϊόντων (hypermarkets, μεσαίου μεγέθους καταστήματα και μικρότερα σημεία πώλησης για γρήγορες αγορές). Οι μικρότερες αλυσίδες δραστηριοποιούνται συνήθως σε τοπικό επίπεδο, εντός δηλαδή συγκεκριμένων περιοχών, ενώ υπάρχουν και επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται μεμονωμένα καταστήματα. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες σούπερ μάρκετ συχνά εντάσσονται σε ομίλους κοινών αγορών» όπως επισημαίνεται στην έρευνα.
» Παράγοντες όπως η στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερα προϊόντα, ακόμα και για τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, η ελαχιστοποίηση των 'παρορμητικών' αγορών, η αναζήτηση του καλύτερου συνδυασμού μεταξύ κόστους και αξίας (value for money) κ.ά., οι οποίοι έχουν ως κοινό παρονομαστή τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους και την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της υπάρχουσας οικονομικής συγκυρίας, οδήγησαν σε μείωση της συνολικής αξίας των πωλήσεων των επιχειρήσεων του εξεταζόμενου κλάδου το 2010/09 (-1,4%), έπειτα από διαχρονική αύξηση επί σειρά ετών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αξία των συνολικών πωλήσεων του κλάδου των σούπερ μάρκετ και cash & carry παρουσίασε περαιτέρω μείωση (εκτιμώμενο ποσοστό 2%- 3%), το 2011.
» Σχετικά με τον βαθμό συγκέντρωσης, 3 και 5 από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου συγκέντρωσαν αντίστοιχα το 36% και 51% της συνολικής αγοράς, το 2010.
» Το καταναλωτικό κοινό ωθείται πλέον στην αγορά των «απαραίτητων» αγαθών και στον περιορισμό των δαπανών για τα λοιπά προϊόντα. Τα τρόφιμα και τα ποτά κατέλαβαν το 75% των συνολικών πωλήσεων, το 2010».
Σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών εκτιμάται στα 334 ευρώ το 2011, μειωμένη κατά 3,7% σε σχέση με το 2010.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα 82 εταιριών, για τη διετία 2010- 2009, προέκυψαν τα εξής:
Το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε αύξηση 6,6% το 2010 σε σχέση με το 2009, η οποία προήλθε από την αύξηση της αξίας των καθαρών παγίων (κυρίως) και των απαιτήσεων. Τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά 4,7%. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις αυξήθηκαν κατά 17,7%, οι δε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν με μικρότερο ρυθμό κατά 8,6%, το 2010/09.
Οι συνολικές πωλήσεις των 82 επιχειρήσεων του δείγματος σημείωσαν μικρή αύξηση (1,1%) το 2010 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, τα δε μικτά κέρδη παρέμειναν σχεδόν στα ίδια επίπεδα (-0,05%). Η σημαντική αύξηση των λοιπών λειτουργικών εξόδων (5,8%) οδήγησε στην επιδείνωση του συνολικού λειτουργικού αποτελέσματος κατά 75,3%, το 2010/09. Τελικά, τα κέρδη προ φόρου των συγκεκριμένων εταιρειών μειώθηκαν σημαντικά κατά 84,1%, ενώ και τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν κατά 32,6%.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ο κλάδος των σούπερ μάρκετ αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
«Στη συγκεκριμένη αγορά δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός εταιριών, οι μεγαλύτερες των οποίων ελέγχουν γνωστές και εδραιωμένες αλυσίδες καταστημάτων. Ο έντονος ανταγωνισμός που παρατηρείται μεταξύ των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, που κυριαρχούν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση οδηγώντας τις εταιρίες στην αναζήτηση νέων στρατηγικών ανάπτυξης.
» Η ποιότητα, η τιμή και η προέλευση των προϊόντων (εγχώρια ή ξένη), αποτελούν τα σημαντικότερα κριτήρια επιλογής για τους καταναλωτές και καθορίζουν τη ζήτηση των προϊόντων του εξεταζόμενου κλάδου. Αντίστοιχα, η εύκολη πρόσβαση, η ποιότητα και η ποικιλία εμπορευμάτων, διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην τελική επιλογή ενός καταστήματος από τους καταναλωτές. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, οι προσφορές και παροχές των αλυσίδων προς τους πελάτες τους, η παρουσία των discounters και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου, έχουν αναγάγει την τιμολογιακή πολιτική σε έναν σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης, καθώς και διατήρησης και προσέλκυσης μέρους του καταναλωτικού κοινού.
» Στοιχείο που διαφοροποιεί τις επιχειρήσεις του εξεταζόμενου κλάδου είναι ο αριθμός και το είδος των καταστημάτων τους (σούπερ μάρκετ, discount, cash & carry). Οι μεγάλες εταιρίες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο πωλήσεων με ευρεία γεωγραφική κάλυψη και διαφορετικούς τύπους καταστημάτων, ανάλογα με την επιφάνεια πωλήσεων και το εύρος των προϊόντων (hypermarkets, μεσαίου μεγέθους καταστήματα και μικρότερα σημεία πώλησης για γρήγορες αγορές). Οι μικρότερες αλυσίδες δραστηριοποιούνται συνήθως σε τοπικό επίπεδο, εντός δηλαδή συγκεκριμένων περιοχών, ενώ υπάρχουν και επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται μεμονωμένα καταστήματα. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες σούπερ μάρκετ συχνά εντάσσονται σε ομίλους κοινών αγορών» όπως επισημαίνεται στην έρευνα.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ 3 – 5 – 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου