Σ’ ένα μικρό χωριό κοντά σε ένα ποταμάκι ζούσε ο Παναγιώτης και η οικογένειά του. Μια μέρα ο παππούς του, του είπε να πάνε μαζί για ψάρεμα και ο Παναγιώτης δέχτηκε.
Το πρωί ο Παναγιώτης και ο παππούς του άρχιζαν να ψαρεύουν. Έπιαναν πολλά ψάρια μεγάλα και μικρά. Το δίχτυ έπιασε ένα πολύ μεγάλο ψάρι και ο παππούς ζήτησε από τον Παναγιώτη να κρατήσει το δίχτυ για να φέρει το μαχαίρι και να κόψει το ψάρι για να το πάρουν μαζί τους. Ο παππούς έφυγε, και ο Παναγιώτης έμεινε μόνος του με το ψάρι...
Ο Παναγιώτης είδε έναν ωραίο λύκο και κατά λάθος του ξέφυγε το ψάρι. Ο Παναγιώτης τρόμαξε γιατί νόμιζε ότι ο παππούς του θα τον μάλωνε και έφυγε από ’κει τρέχοντας για να μην τον βρει ο παππούς του και τον μαλώνει. Κάθισε σε έναν βράχο κοντά στην αγορά του χωριού, εκεί, ήρθε ένας χωριανός και τον ρώτησε τι είχε. Το παιδί τον ρώτησε πως τον λέγανε και εκείνος απάντησε «Με λένε Ξέρξη Ξυλοκόπο», εσένα; «ο Παναγιώτης είπε το όνομά του στον Ξυλοκόπο και του διηγήθηκε την ιστορία του και πως έφτασε μέχρι εκεί. Ο Ξυλοκόπος ζήτησε από τον Παναγιώτη να μείνουν μαζί γιατί ήταν και οι δυο μόνοι τους κι αυτός δέχτηκε.
Στο δρόμο τους συνάντησαν τον Τάκη Ραφτάκη και του είπαν τις ιστορίες τους. Ο Τάκης Ραφτάκης τους ρώτησε αν μπορούσε να πάει και αυτός μαζί τους, και αυτοί δέχτηκαν. Οι τρεις τους πήγαν στην αγορά για να πάρουν μια σκηνή για να κατασκηνώνουν τη νύχτα. Στην αγορά ο Παναγιώτης άκουγε κάποιον να λέει «Έχω έναν μαγικό μανδύα που μπορεί να ζωντανέψει τα πάντα!!!!. Ο Παναγιώτης ήθελε να πάρει αυτό το μανδύα και τον πήρε τελικά, αφού του έδωσαν χρήματα ο Ξυλοκόπος κι ο Ραφτάκης.
Βράδιασε και έπρεπε να κοιμηθούν. Ο Παναγιώτης σκέφτηκε να κρατάει κάποιος τσίλιες για να μην τους κλέψουν τίποτα ή τους επιτεθεί κανένα θηρίο. Πρώτος που θα κρατούσε τσίλιες ήταν ο Ξυλοκόπος. Μη ξέροντας τι να κάνει ο Ξυλοκόπος πήρε ένα τσεκούρι και έφτιαξε μια κοπέλα μ’ αυτό. Όταν ήρθε η σειρά του Ραφτάκου, ο Ξυλοκόπος έκρυψε την κοπέλα σε έναν θάμνο. Ο Ραφτάκος κοιτώντας γύρω-γύρω μήπως έρθει κανένας είδε μια ξύλινη κοπέλα και της έφτιαξε ένα όμορφο φόρεμα και ένα καπέλο. Τέλος ήρθε η σειρά του Παναγιώτη και έβαλε στην κοπέλα το μανδύα που είχε αγοράσει στην αγορά και η ξύλινη κοπέλα ζωντάνεψε. Τα αγόρια ξύπνησαν και άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος θα κρατήσει την κοπέλα. Η κοπέλα στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που μάλωναν τα αγόρια και έφυγε. Ο Ραφτάκος όταν την είδε να φεύγει, έφυγε κι αυτός για να την προλάβει. Εκεί έμεινε ο Παναγιώτης και ο Ξυλοκόπος. Αυτοί πήγαν κοντά σε ένα ποτάμι και ο Ξυλοκόπος λέει στον Παναγιώτη:
- Ξέρεις ποιος είμαι;
- Ναι, ο Ξέρξης ο Ξυλοκόπος, λέει ο Παναγιώτης.
- Όχι, εγώ είμαι το ψάρι που έχασες… είπε ο Ξυλοκόπος, που μεταμορφώθηκε και πήδηξε στο ποτάμι.
Ο Παναγιώτης άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του. Μπήκε μες στο σπίτι και είπε στην οικογένειά του την ιστορία, ζητώντας συγνώμη από τον παππού του.
Τοσοδούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου