Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ, ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΤΑΣΙΑ ΧΑΔΟΥ

Α. Καταγωγή - Οικογενειακά στοιχεία
     Με λένε Τασία Χάδου και είμαι 48 ετών. Ο πατέρας μου και η μητέρα κατάγονταν από την Παλαιοκερασιά και ήταν γεωργοί. Από τους γονείς μου αγαπούσα το πατέρα μου περισσότερο, γιατί δε με έδερνε. Βέβαια κάποιες φορές τρώγαμε ξύλο και κάποιες όχι. Στην Παλαιοκερασιά έζησα τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια...

    Τα σπίτια ήταν από πέτρα και πλίθα, υπήρχαν δέντρα, πλατείες και δρόμοι και δεν υπήρχαν πάρκα και παιδικές χαρές. Με τον άντρα μου το Βαγγέλη παντρευτήκαμε, μετά από προξενιό που μας έκαναν. Έχω έναν αδερφό που τον λέν’ Κώστα. Σαν αδέρφια μερικές φορές μαλώναμε για τα παιχνίδια και μερικές όχι.
    Τα κορίτσια τότε ήταν περιορισμένα, δηλαδή δεν τα άφηναν έξω. Όταν η μητέρα έλειπε σε δουλειές, εγώ φρόντιζα τον αδερφό μου. Η μεγαλύτερη αταξία που έκανα ήταν μια που πήγα στη βρύση για νερό και έσπασα τη στάμνα και η μάνα μου με έδειρε. Τότε οι γονείς μας έδερναν τότε πάρα πολύ.

Β. Σχολική ζωή
Πήγα σχολείο μέχρι την έκτη τάξη, στο πρώτο Δημοτικό σχολείο της Παλαιοκερασιάς. Το σχολείο ήταν στην άκρια στο χωριό. Είχε 2 αίθουσες και δύο γραφεία για τους δασκάλους. Το σχολείο είχε γύρω στα 70 παιδιά. Το προαύλιο ήταν φυτεμένο με πεύκα και λουλούδια. Κάθε παιδί φύτευε κι ένα δέντρο. Το σχολείο ήταν μακριά από το σπίτι και πήγαινα με τα πόδια.
Θυμάμαι ότι ήμαν ανακατωσούρας. Δεν αγαπούσα και πολύ το σχολείο, γιατί δεν ήθελα να πηγαίνω. Πηγαίναμε σχολείο και το πρωί και το απόγευμα. Τα μαθήματα ήταν 5 ώρες. Δίδασκαν ό,τι και σήμερα. Είχαμε δύο δασκάλους που ήταν αυστηροί. Καλοί μαθηταί ήταν εκείνα τα παιδιά που διάβαζαν. Για να γράφουμε στην πρώτη τάξη είχαμε χαρτόνι με κιμωλία. Επίσης είχαμε και τετράδιο και μολύβι. Τα βιβλία ήταν χάρτινα και έχω κρατήσει κάποια απ’ αυτά.
Σε μια γιορτή της 25 Μαρτίου είχα πει ένα ποίημα και ένα σκετς «Η Μπουμπουλίνα». Για κολατσιό παίρναμε ψωμί, τυρί και αυγό απ’ το σπίτι. Τις ώρες του διαλείμματος παίζαμε κουτσό και πεντόβολα. Στην παρέλαση, πέρασα με παραδοσιακή στολή. Άλλα σχολεία στο χωριό δεν υπήρχαν. Όλα τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Μερικά παιδιά σταματούσαν το σχολείο. Σε Γυμνάσιο και Λύκειο συνέχισαν σχεδόν 10 παιδιά και πολλά λέω.
Οι γονείς μου ξέρανε γράμματα. Ούτε οι γονείς μου ούτε εγώ ήθελα να σπουδάσω. Ήθελαν μόνο εγώ και ο αδερφός μου να γίνουμε καλοί άνθρωποι. Στα μαθήματα δεν με βοηθούσε κανένας. Ξένες γλώσσες τότε δεν μαθαίναμε. Δεν είναι αλήθεια ότι κάποια παιδιά ήταν τότε ξυπόλυτα, γιατί η οικονομική κατάσταση την εποχή που μεγάλωσα εγώ, ήταν καλή. Τα κορίτσια φορούσαν ποδιές και τα αγόρια παντελόνια. Για το σχολείο είχα τσάντα με χερούλι.

Γ. Παιχνίδια
Σαν παιδιά παίζαμε κούκλες, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, πεντόβολα. Τα παιχνίδια ήταν φτιαγμένα από πανιά, π.χ. κούκλες. Παίζαμε στην αυλή του σπιτιού μας. Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν το κουτσό. Ποδόσφαιρο παίζαμε και τις μπάλες τις αγοράζαμε από το περίπτερο. Δεν πετούσαμε χαρταετό. Από τα παιχνίδια περισσότερο θυμάμαι τις κούκλες που παίζαμε. Τα αγαπημένα παιχνίδια των κοριτσιών ήταν οι κούκλες. Αυτές τις φτιάχναμε από κουρέλια και ξύλα.
Δεν έπαιζαν μαζί αγόρια και κορίτσια. Μας άρεσε να ζωγραφίζουμε και φτιάχναμε με λάσπη σπιτάκια και ανθρωπάκια. Ποδήλατα δεν είχαμε ποτέ μας. Φτιάχναμε πατίνια και ήταν από ένα ξύλο και τρεις ρόδες.
Κυνηγούσαμε πουλιά με ξόβεργες. Πουλιά σε κλουβί δεν είχαμε και ούτε ψαρεύαμε.
Όταν ήμαν μικρή είχα φάει πέντε φορές παγωτό.

Δ. Άλλα ενδιαφέροντα
Οι παππούδες μας, μας έλεγαν πολλές ιστορίες. Κάθε Σάββατο πηγαίναμε βόλτες όλοι μας στο βουνό. Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν οι κεφτέδες. Πηγαίναμε και λέγαμε τα κάλαντα όλο το σχολείο μαζί. Μας έδιναν λεφτά, καρύδια και αυγά.
Τα βράδια παίζαμε έξω. Κάθε Κυριακή όλα τα παιδιά πηγαίναμε στην εκκλησία του χωριού. Τις Κυριακές η Εκκλησία γέμιζε από όλο το χωριό.

Ε. Κοινωνική - Πολιτιστική ζωή
Κάθε καλοκαίρι στις 6 Αυγούστου γινόταν το πανηγύρι της Μεταμόρφωση της Σωτήρος. Εκεί παίρναμε μαλλί της γριάς και πηγαίναμε στην εκκλησία. Στο πανηγύρι έπαιζαν δημοτικά τραγούδια. Τότε οι μεγάλοι χορεύανε δημοτικά τραγούδια.
Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά τα γιορτάζαμε όπως και σήμερα. Τις Αποκριές ντυνόμαστε μασκαράδες. Τη Σαρακοστή νηστεύαμε.
Οι γυναίκες τότε έφτιαχναν κοτσίδες τα μαλλιά τους. Στη γιορτή κάποιου πηγαίναμε δώρα, όπως λικέρ και κουραμπιέδες. Το Σεπτέμβριο γινόταν στη Λαμία το παζάρι και πηγαίναμε.
Ο κινηματογράφος ερχόταν στο χωριό μας και πηγαίναμε.
Για κάποιους υπήρχαν παρατσούκλια και ενδεικτικά θα αναφέρω κάποιον που τον λέγανε «Ιταλό», διότι γεννήθηκε την εποχή που ήταν οι ιταλοί στο χωριό μας.

Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή
Το πρωί ξυπνούσαμε 7:00 και κοιμόμαστε 9:00 το βράδυ. Στο σπίτι βοηθούσαμε στο πλύσιμο των πιάτων, των ρούχων και στο μαγείρεμα. Στο σπίτι κοιμόμασταν σε ξεχωριστό κρεβάτι.
Το καλοκαίρι μας έπαιρνε ο παππούς και η γιαγιά, στο βουνό για να φυλάξουμε τα πρόβατα. Ο παππούς και η γιαγιά έμεναν σε άλλο σπίτι. Πηγαίναμε και τους βλέπαμε σχεδόν καθημερινά.
Οι γονείς μου δουλεύαν στα χωράφια και τρώγαν σκόρδα χλωρά, ντομάτα, ψωμί, τυρί και ελιές. Οι οικογένεια μαζευόταν όλη μαζί στο τραπέζι. Τα φαγητά όπως το κρέας το νωπό το κάναμε παστό και το καθημερινό φαγητό το διατηρούσαμε μέσα σε σκεύος που το λέγαν φανάρι.
Τα ψώνια τα έκανε ο μπαμπάς ή εγώ. Τότε υπήρχαν οι δραχμές. Όταν θέλαμε να μιλήσουμε με κάποιον εκτός του χωριού υπήρχε ένα τηλέφωνο στην κοινότητα και στο καφενείο. Στο χωριό δεν υπήρχε κουρείο.
Όταν αρρωσταίναμε, επειδή δεν υπήρχε γιατρός στο χωριό πηγαίναμε στη Στυλίδα. Όταν είχαμε πυρετό παίρναμε ασπιρίνες. Το κοντινότερο φαρμακείο για μας ήταν στη Στυλίδα.
Η μάνα μου, μου μάθαινε να ράβω, γι’ αυτό ήθελα να γίνω μοδίστρα. Οι γονείς μου είχαν ρολόι του χεριού και του τοίχου.
Όταν μπήκαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στην Ελλάδα δεν είχα γεννηθεί ακόμη.

Ζ. Συνθήκες ζωής
Στο σπίτι μας, στις καθημερινές μαγειρεύαμε ζυμαρικά, ψάρια και όσπρια. Τις Κυριακές ψήναμε κρέας. Το χειμώνα είχαμε τζάκι και σόμπα. Τα βράδια χρησιμοποιούσαμε λάμπες πετρελαίου για φωτισμό. Οι δρόμοι του χωριού εκείνα τα χρόνια δεν φωτίζονταν. Το πατρικό μου σπίτι είναι μέχρι και σήμερα ισόγειο. Τα άλλα σπίτια της γειτονιάς ήταν κι αυτά ισόγεια.
Τα φρούτα και τα λαχανικά τα παίρναμε από τον κήπο μας, τον οποίο περιποιούνταν ο πατέρας μου. Στο σπίτι είχαμε 10 κότες, 1 άλογο και 3 κατσίκες. Στο χωριό υπήρχε μόνο μία βρύση στη πλατεία. Δεν είχαμε ηλεκτρικές συσκευές παρά μόνο ψυγείο πάγου.
Το φαγητό το μαγειρεύαμε στο τζάκι. Τα κατσαρολικά ήταν αλουμινένια και χαλκώματα.
Το ψωμί το παίρναμε από το σιτάρι που καλλιεργούσε στο χωράφι ο πατέρας μου και το ψήναμε στο φούρνο με τα ξύλα.
Τουαλέτα είχαμε έξω από το σπίτι. Τα βρώμικα νερά κατέληγαν στο βόθρο τον οποίο είχαμε σκάψει μόνοι μας. Τα ρούχα τα πλέναμε στη σκάφη με σαπούνι που το φτιάχναμε μόνοι μας από λάδι. Μπάνιο κάναμε μες στη σκάφη με σαπούνι.
Τα ρούχα τα σιδερώναμε με σίδερο με κάρβουνο. Τα ρούχα τα υφαίναμε στον αργαλειό.
Από τα χρόνια, εκείνα νοσταλγώ την ανεμελιά που είχαμε, ο κόσμος ήταν πιο αληθινός κάτι που δεν υπάρχει σήμερα. Κατά την γνώμη μου και με τις εμπειρίες που έζησα η σημερινή εποχή είναι χειρότερη από αυτήν πριν 40 χρόνια. Ο λόγος για τη γνώμη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι τότε υπήρχε εμπιστοσύνη στο συνάνθρωπο, η ζωή ήταν πιο απλή και μας αρκούσαν λίγα πράγματα για να μεγαλώσουμε. Υπήρχαν αξίες που τις κρατούσαμε και τις υπερασπιζόμασταν χωρίς να σκεφτούμε το κόστος που ίσως επωμιζόμασταν. Σήμερα όλα έχουν ψευτίσει και η ζωή μας είναι ακριβή και λίγη.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου