Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η κατάληξη χρόνιας, συνεπέστατης ακρισίας


Tου Xρήστου Γιανναρά

Όπως ο νεοέλληνας πολιτευόμενος, μόλις ανοίξει το στόμα του, πρέπει εμφατικά να δηλώσει ραγιάδικη υποτέλεια στο κόμμα και στον αρχηγό, μαζί με βλακώδη θριαμβική βεβαιότητα νίκης στις επόμενες (οψέποτε) εκλογές, κάτι ανάλογο και ο «επιφανής» νεοέλληνας διανοούμενος: Μόλις ανοίξει το στόμα του ή πιάσει τη γραφίδα του, πρέπει οπωσδήποτε να επιδείξει επιτηδειότητα στη νεοπλασία αφηρημένων λεκτικών νεφελωμάτων, άνεση με φανταχτερά ονόματα της επικαιρικής στην Εσπερία «πρωτοπορίας», συμπαράταξη με κάποια, οσοδήποτε αναχρονιστική, μαρξιστική «παντεποπτική» ντιρεχτίβα.
Συμπτώματα υπανάπτυξης. Ανυπόφορης μόνο για όσους αξιολογούν ακόμα ποιότητες. Και μοιάζουν ελάχιστοι. Η συντριπτική (συντρίβει τα πάντα) πλειονότητα λογαριάζει την «επιτυχία», όχι την ποιότητα. Η επιτυχία, πολιτευτών και διανοουμένων, μετριέται με κριτήριο τη συγκυριακή ή μεθοδευμένη ή εξαγορασμένη «αναγνωρισιμότητα» (την εξασφαλίζει η συχνότητα εμφάνισης σε τηλεοπτικά κανάλια) και τη δημοσιότητα (που συναρτάται από τη συχνότητα αναφοράς του ονόματος σε εφημερίδες).
Είναι εξόφθαλμο, έστω και αν λίγοι το συνειδητοποιούν: Ότι στην Ελλάδα σήμερα πρώτο το κράτος έχει θεσμικά καταργήσει τη διάκριση ποιοτήτων, την αξιολογική κρίση, την εκτίμηση και διαβάθμιση προσόντων, αξιοσύνης, ήθους. Και όταν, από το δημοτικό σχολείο ως τα ανώτατα κρατικά αξιώματα, έχει θεσμικά αποκλειστεί η ποιοτική αναβάθμιση, η διάκριση και καταξίωση ταλέντου, κατάρτισης, ωριμότητας, δεν υπάρχει περιθώριο (ούτε νόημα) να λειτουργήσει άμιλλα, δημιουργική φαντασία, αίσθηση τιμής για την ανάληψη ευθύνης. Ίσως ελάχιστοι κατανοούν ότι μια κοινωνία που έχει θεσμικά εξαφανίσει και αποκλείσει την κριτική αξιολόγηση και την άμιλλα, είναι, με μαθηματική βεβαιότητα, χωρίς μέλλον. Και το παρόν της, κόλαση.
Προτού, λοιπόν, φτάσουμε στον κωμικό επαρχιωτισμό της διανόησης και στον θλιβερό εξευτελισμό των επαγγελματιών της εξουσίας, πρέπει να θυμηθούμε τα εξωφρενικά που θεωρούνται αυτονόητα: Όλοι οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι στην Ελλάδα επιλέγονται και διορίζονται από την κάθε κυβέρνηση αυθαίρετα, σατραπικά – δίχως θεσμικές διαδικασίες και προϋποθέσεις αμερόληπτης κρίσης, ποιοτικής αξιολόγησης. Παντού: στη Δικαιοσύνη, στις Ένοπλες Δυνάμεις, στη Δημόσια Τάξη, στους Δημόσιους Οργανισμούς, στις κρατικές και ημικρατικές εταιρείες, στα κρατικά μουσεία, στα κρατικά ιδρύματα, στις κρατικές ορχήστρες, στα κρατικά νοσοκομεία, στα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία – ο κατάλογος ατέλειωτος. Κάθε καινούργια κυβέρνηση σέρνει μαζί της, για να γεμίσει χιλιάδες θώκους χρυσοπληρωμένης εξουσίας, μια παρασιτική καμαρίλα ανεπάγγελτων (κατά κανόνα) κομματικών κομπάρσων, ψηφοσυλλεκτών, αφισοκολλητών, κολάκων. Ένα ανυπόληπτο κοινωνικό περιθώριο κυβερνάει τη χώρα (σε ποια αμερόληπτη κρίση να βασιστεί η υπόληψη;)
Ετσι οι δημόσιοι λειτουργοί ξέρουν, από την πρώτη στιγμή εισόδου στην
«υπηρεσία», ότι το ενδεχόμενο να φθάσουν στα κορυφαία κρατικά αξιώματα δεν είναι συνάρτηση των ικανοτήτων, της εργατικότητας, της δημιουργικής πρωτοβουλίας, του διευθυντικού χαρίσματος, αλλά συνάρτηση μόνο της προσχώρησης στην «αυλή» κάποιου «κόμματος εξουσίας». Και όσο πιο ανίκανος και φαύλος είναι κανείς, τόσο πιο έγκαιρη η προσχώρηση.
Επιπλέον, η συντριπτική (συντρίβει κάθε αξιοκρατία) πλειονότητα των δημόσιων λειτουργών πρωτοδιορίστηκαν κάποτε με σημείωμα βουλευτή, παρέμβαση «κλαδικής» κομματικής οργάνωσης, εικονικές εξετάσεις ή «συνεντεύξεις» και πιο πρόσφατα, με μονιμοποιήσεις συμβασιούχων. Η αναξιοκρατία είναι το καταγωγικό δεδομένο, ο θεμέλιος λίθος οικοδόμησης του ελλαδικού κράτους. Και τα τελευταία είκοσι εφτά χρόνια, με τον μοιραίο για τον Ελληνισμό θρίαμβο του πολιτικού λαϊκισμού, αμοραλισμού ή «εκσυγχρονιστικού» μηδενισμού, καταργήθηκε και επίσημα κάθε ιεραρχία, κάθε διαβάθμιση ευθυνών στις δημόσιες υπηρεσίες. Οι υπάλληλοι «προάγονται» με βάση μόνο το πόσα χρόνια υπηρετούν, ενώ η ανάθεση ευθυνών γίνεται «με απόφαση υπουργού», δηλαδή με κριτήριο την εμπιστοσύνη που εμπνέουν στους κομματικούς κυβερνώντες.
Είναι αδιανόητος ο έλεγχος ποιότητας της υπαλληλίας, έλεγχος σφαλμάτων ή παραλείψεων, ικανότητας ή ανικανότητας, ευσυνειδησίας ή ασυνειδησίας, εργατικότητας ή φυγοπονίας, άρνησης καθήκοντος, βάναυσης συμπεριφοράς στους πολίτες. Στο ελλαδικό κράτος κανένας δεν ελέγχεται για τίποτα. Πειθαρχικά συμβούλια δεν λειτουργούν, θεσμός ελεγκτών, επιθεωρητών, αξιολογητών, αν υπάρχει ακόμα στα χαρτιά, μένει αυτονόητα ανενεργός. Η «βουλευτική ασυλία» κουκουλώνει από τροχαίες παραβάσεις ώς και ποινικά αδικήματα, «ένας πρωθυπουργός δεν παραδίνεται ποτέ στον εισαγγελέα, στέλνεται σπίτι του» έστω κι αν έχει δημόσια καταγγελθεί για κλοπές, χρηματισμό, απάτες.
Στις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης η κριτική αξιολόγηση των μαθητών, το ενδεχόμενο να απορριφθούν, να επαναλάβουν την τάξη, έχει αποκλειστεί. Ας είναι καθολική η βεβαιότητα, διεθνική και διαχρονική, ότι η κρίση, η ποιοτική διαβάθμιση, η ασκητική της άμιλλας, η χαρά της αριστείας αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις της σχολικής εκπαίδευσης, της καλλιέργειας των παιδιών. Τα Ελληνόπουλα τα στερεί το κράτος από αυτό το ζωτικό εφόδιο. Η μόνη λειτουργία κρίσης και αξιολόγησης στον σύνολο κρατικό βίο είναι αυτή των πανελλαδικών εξετάσεων για την είσοδο στα πανεπιστήμια. Αλλά και εκεί δεν κρίνεται η ποιότητα των μαθητών και της δουλειάς του λυκείου, κρίνεται η ικανότητα των επαγγελματιών της «μαύρης παιδείας» να κονσερβοποιούν πληροφορίες και συνταγές, να εντυπώνουν στα μυαλά των παιδιών γνώση «μιας χρήσεως».
Μέσα λοιπόν στο ολοκληρωτικά στεγανό αυτό καθεστώς εξοβελισμού κάθε κριτικής αξιολόγησης και διάκρισης ποιοτήτων, είναι απολύτως φυσική η γλώσσα-πόζα των «επιφανών» διανοουμένων, η κωμική τους μεγαλαυχία, η αυτάρεσκη κενολογία τους, η απανωτά βραβευμένη με κρατικά βραβεία ανατριχιαστική τους μετριότητα. Πώς να υπάρξει λογοτεχνική κριτική, κριτική της φιλοσοφικής σκέψης, αξιολόγηση της επιστημονικής έρευνας, αμερόληπτη εκτίμηση της καλλιτεχνικής παραγωγής, όταν το είδος «κριτική» έχει αποκλειστεί από κάθε πτυχή του κοινωνικού βίου; Πώς να λειτουργήσει πολιτική κριτική και αποτελεσματικός έλεγχος της εξουσίας, όταν είναι ανύπαρκτη στη χώρα ακόμα και η βιβλιοκρισία; Βιβλία «κρίνονται» μόνο για να προπαγανδιστούν ιδεολογικές αγκυλώσεις δημοσιογράφων τραγικής παιδευτικής ανεπάρκειας ή για να λιβανίσουν φίλοι φίλους με ναυτιώδη αμοιβαιότητα ναρκισσιστικών ακκισμών.
Και το αποτέλεσμα: Να καγχάζει σύμπασα η χώρα στη θέα της κωμικής ανεπάρκειας κάποιων πολιτικών αρχηγών, αλλά ακόμα και ο καθολικός καγχασμός να μην μπορεί να λειτουργήσει με κριτική δραστικότητα.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 06-04-08

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου