Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Μαρία Πολυδούρη: Με ποίηση και ρομαντισμό



Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε η ρομαντική πένα της γενιάς του 1920 που μπήκε στα νεοελληνικά γράμματα από εφηβική ηλικία και χάρισε στην ποίηση μια ξεχωριστή γυναικεία λυρικότητα για εκείνα τα χρόνια.

Γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα και ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη που ονειρευόταν την κόρη του μιας πρώτης τάξεως δημόσιο υπάλληλο με σπουδές στη φιλολογία, ενώ μητέρα της ήταν η Κυριακή Μαρκάτου. Η μητέρα της ήταν ένας αρκετά ανοιχτόμυαλος άνθρωπος για την εποχή της και στήριζε την πορεία που τελικά θα επέλεγε η νεαρή Πολυδούρη τόσο στην ποίηση όσο και στις σπουδές της...
Τα σχολικά της χρόνια τα πέρασε στην Καλαμάτα ενώ παρακολούθησε μαθήματα και σε σχολεία στα Φιλιατρά και το Γύθειο εξ΄ αιτίας των μεταθέσεων που είχε ο πατέρας της.

Η πρώτη της εμφάνιση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής έγινε στην τρυφερή ηλικία των δεκατεσσάρων ετών όταν συνέθεσε το πεζοτράγουδο ΄Ο πόνος της μάνας΄ εμπνευσμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια, ενώ μόλις 16 ετών διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας ύστερα από εξετάσεις που διενεργήθηκαν και στις οποίες αρίστευσε.

Τα ενδιαφέροντά της γύριζαν γύρω από την ενδυνάμωση σε αρκετές περιπτώσεις της θέσης των γυναικών σε μία κυρίως ανδροκρατούμενη κοινωνία. Μετά το θάνατο και των δύο γονιών της το 1920, η Πολυδούρη θα ζητήσει μετάθεση στη Νομαρχία Αθηνών και θα εγγραφεί και στη Νομική Σχολή θέλοντας να πραγματοποιήσει την επιθυμία της να τελειώσει δικηγόροςαν και είχε υποσχεθεί στον πατέρα της να σπουδάσει φιλόλογος. Στη Νομαρχία Αθηνών θα γίνει και η γνωριμία με της με τον Κώστα Καρυωτάκη που θα την σημαδέψει βαθύτατα μέχρι το τέλος της ζωής της τόσο ποιητικά όσο και προσωπικά.

Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το 1922 όταν εκείνη μόλις 20 ετών είχε δημοσιεύσει κάποια πρώτα της ποιήματα ενώ ο Καρυωτάκης είχε αποκτήσει μία σχετική αναγνώριση στους ποιητικούς κύκλους ύστερα από την έκδοση των ποιητικών του συλλογών ‘Ο Πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων’ και ‘Νηπενθή’.

Δυστυχώς, λίγους μήνες αργότερα ο Καρυωτάκης θα ανακάλυπτε ότι έπασχε από σύφιλη και η σχέση τους θα τελείωνε άδοξα καθώς δεν μπορούσε να δεχτεί την πρόταση της Πολυδούρη να παντρευτούν και να μην κάνουν παιδιά. Η Πολυδούρη απογοητεύτηκε και θεώρησε πρόσχημα για τον οριστικό χωρισμό τους την ασθένεια του ποιητή, ενώ διατήρησαν διακριτικές επαφές και μετά το χωρισμό τους.

Δύο χρόνια αργότερα η ποιήτρια θα γνωρίσει τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου με τον οποίο θα αρραβωνιαστεί αλλά ποτέ δεν θα ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Η σκέψη της ήταν τόσο κυριευμένη από τον έρωτά της για τον Καρυωτάκη που όλα τα υπόλοιπα θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα.

Οι συνεχείς απουσίες της από τη θέση της στη Νομαρχία θα έχουν ως αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά της και να παρατήσει εντέλει και τις σπουδές της στη Νομική. Θα στραφεί στην υποκριτική και θα φοιτήσει στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ αφού διαλύσει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου θα ταξιδέψει στο Παρίσι θέλοντας να σπουδάσει ραπτική.

Τελειώνοντας τις σπουδές της η Πολυδούρη ήταν έτοιμη να ξεκινήσει μία νέα καριέρα αλλά η φυματίωση χτύπησε την πόρτα της. Δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στο Παρίσι και επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία σε άσχημη κατάσταση εξαιτίας και των οικονομικών της.

Εκείνη την περίοδο θα κυκλοφορήσει και η συλλογή της ‘Οι τρίλλιες που σβήνουν’και το 1929 το ‘Ηχώ στο χάος’, ενώ από πεζά έχουν διασωθεί το Ημερολόγιό της και μία άτιτλη νουβέλα για την υποκρισία της εποχής της.

Η πένα της έσβησε για πάντα τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930 αφήνοντας πίσω της μία ιδιαίτερη ποιητική δουλειά κατακλεισμένη από έναν μοναδικό λυρισμό αλλά και βαθιά θλίψη με αναπάντητα ερωτήματα.

Σήμερα πολλά από τα ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία ενώ κάποια από αυτά διδάσκονται και στα ελληνικά σχολεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Πηγή:www.capital.gr
 22 – 12 – 2012 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου