Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Κάρολος Ντίκενς: Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Ο Κάρολος Ντίκενς αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ξένους συγγραφείς που ταξίδεψε και συνεχίζει να ταξιδεύει γενιές και γενιές μικρών και μεγάλων θαυμαστών του...


Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 και ήταν ο γιος του John και της Elizabeth Dickens. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στο Naval Pay Office και μη έχοντας καθόλου καλή σχέση με τα οικονομικά βρέθηκε το 1824 στη φυλακή για χρέη στα οποία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Σύσσωμη η οικογένεια με εξαίρεση των συγγραφέα, ο οποίος αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά στο εργοστάσιο Warren’s Blacking, τον ακολούθησε στις φυλακές Marshalsea. Μόλις τα οικονομικά της οικογένειας μπήκαν σε μια σειρά και ο πατέρας του αφέθηκε ελεύθερος, ο δωδεκάχρονος Ντίκενς όντας σημαδεμένος ψυχολογικά από την πρώτη του άσχημη εργασιακή εμπειρία δέχτηκε και νέο χτύπημα αντιμετωπίζοντας την σκληρότητα της ίδιας του της μητέρας, η οποία επέμενε να συνεχίσει ο γιος της να εργάζεται κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες. Για καλή του τύχη ωστόσο ο πατέρας του τον έσωσε στέλνοντας τον σχολείο στο Λονδίνο από το 1824 έως το 1827. Στα δεκαπέντε του βρήκε δουλειά ως υπάλληλος σε ένα δικηγορικό γραφείο και το βράδυ σπούδαζε στενογραφία.
Το σύντομο πέρασμά του ωστόσο από το εργοστάσιο στο οποίο δούλεψε τον είχε σημαδέψει βαθύτατα σε όλη του τη ζωή. Αναφερόταν για εκείνη την περίοδο ελάχιστα μόνο στην σύζυγό του και στον στενό του φίλο John Foster αλλά τα βιώματά του λειτούργησαν σαν μια δημιουργική ενέργεια και έναυσμα για την ενασχόλησή του με τα θέματα της αλλοτρίωσης και της προδοσίας όπως εμφανίζονται ξεκάθαρα και σε βιβλία του όπως ο David Copperfield και οι Μεγάλες Προσδοκίες.

Το 1829, ο Ντίκενς έγινε ελεύθερος επαγγελματίας ασκώντας το επάγγελμα του δημοσιογράφου και δούλεψε στο Doctor’s Commons Courts, ενώ το 1830 συνάντησε την Maria Beadnell την κόρη ενός τραπεζίτη με την οποία είχαν δεσμό. Μέχρι το 1832 ο Ντίκενς είχε γίνει πολύ επιτυχημένος δημοσιογράφος στενογραφίας στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις της Βουλής των Κοινοτήτων και σύντομα ξεκίνησε να εργάζεται ως ρεπόρτερ για εφημερίδες.
Το 1833 η σχέση του με την Maria Beadnell τερματίστηκε πιθανότατα διότι οι γονείς της δεν θεωρούσαν τον Ντίκενς ως ιδανικό σύζυγο για την κόρη τους αλλά την ίδια χρονιά ο συγγραφέας εξέδωσε και την πρώτη του ιστορία και λίγο αργότερα κυκλοφόρησε ένα σύνολο ιστοριών και σκίτσων. Το 1834 όντας ακόμα ρεπόρτερ στον τύπο, υιοθέτησε το ψευδώνυμο “Boz” σημειώνοντας επιτυχία. Ωστόσο, τα προβλήματα της οικογένειάς του συνεχίζονταν. Ο άπορος πατέρας του συνελήφθη και πάλι για χρέη και ο συγγραφέας με μεγάλη του λύπη για την κατάστασή του, έπρεπε να τον βοηθήσει. Εξάλλου σε όλη του τη ζωή τόσο οι γονείς του όσο και τα αδέρφια του ζητούσαν την οικονομική του στήριξη.

Το 1835, ο Ντίκενς γνώρισε και αρραβωνιάστηκε την Catherine Hogarth, ενώ το 1836 δημοσιεύτηκαν οι πρώτες σειρές του Sketches με το ψευδώνυμο Boz και τον ίδιο χρόνο προσελήφθη για να γράψει σύντομα κείμενα σε μια σειρά χιουμοριστικών αθλητικών εικόνων του ιδιαίτερα δημοφιλούς καλλιτέχνη Robert Seymour. Δυστυχώς ο Seymour λίγο μετά την έναρξη της συνεργασίας του αυτοκτόνησε και οι περίεργες συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το γεγονός έκαναν τον συγγραφέα να αλλάξει την αρχική ιδέα του The Pickwick Papers, το οποίο μετέτρεψε σε μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα εκδιδόταν μια φορά το μήνα σε συνέχειες σημειώνοντας τεράστια λαϊκή επιτυχία, ενώ ο Ντίκενς την ίδια περίοδο προχωρήσει σε γάμο με την Hogarth στις 2 Απριλίου του 1836, έγινε συντάκτης του Bentley’s Miscellan, εξέδωσε την δεύτερη σειρά του Sketches και συνάντησε τον John Foster που αποτέλεσε τον πιο στενό και έμπιστο φίλο του αλλά και τον πρώτο του βιογράφο.
Ύστερα από την επιτυχία του Pickwick, ο Ντίκενς ξεκίνησε πλέον την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως πλήρους απασχόλησης μυθιστοριογράφος, δημιουργώντας έργα ολοένα αυξανόμενης πολυπλοκότητας με απίστευτο ρυθμό συνεχίζοντας παράλληλα την δημοσιογραφική και εκδοτική του δραστηριότητα. Ο Όλιβερ Τουίστ ξεκίνησε το 1837 και συνέχισε να κυκλοφορεί σε μηνιαίες εκδόσεις μέχρι τον Απρίλιο του 1839. Μάλιστα το 1837 γεννήθηκε και το πρώτο παιδί του Ντίκενς από τα 10 συνολικά που απέκτησε.

Το 1838, ξεκίνησε η ιστορία του Nicholas Nickleby για να ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο του 1839, χρονιά που ο συγγραφέας άφησε και την θέση του συντάκτη στο Bentley’s Miscellany.
Το 1842, ο Ντίκενς επισκέφτηκε για πρώτη φορά τον Καναδά και τις ΗΠΑ όπου και υποστήριξε τα διεθνή πνευματικά δικαιώματα από αδίστακτους Αμερικανούς εκδότες που εκμεταλλεύονταν ξένα πνευματικά έργα αλλά και την κατάργηση της δουλειάς. Οι σημειώσεις του από το ταξίδι του δημιούργησαν σάλο στην Αμερική όταν δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ενώ το έργο του Cristmas Carol το πρώτο από τα πολύ επιτυχημένα χριστουγεννιάτικα βιβλία του Ντίκενς που άφησαν εποχή, εμφανίστηκε τον Δεκέμβριο του 1844.

Την ίδια περίοδο, ο συγγραφέας με την οικογένειά του ταξίδεψαν στην Ιταλία και μέχρι το 1847 είχαν επισκεφτεί και την Ελβετία και την Γαλλία. Το 1844, το έργο του Chimes κυκλοφόρησε και το 1845 ξεκίνησε την ερασιτεχνική θεατρική εταιρεία του στην οποία θα κατανάλωνε και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του από τότε.

Το 1847, όντας στην Ελβετία ο Ντίκενς ξεκίνησε το μυθιστόρημά του Dombey and Son το οποίο συνεχίστηκε μέχρι τον Απρίλιο του 1848 για να συνεχίσει με το The Battle of Life, το The Haunted Man και τον David Copperfield, ενώ έγινε εκδότης του εβδομαδιαίου Household Words από το 1850 μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Το 1853 περιόδευσε στην Ιταλία με τους Augustus Egg και Wilkie Collins και κατά την επιστροφή του στην Αγγλία έδωσε την πρώτη του δημόσια ανάγνωση από τα έργα του. Το 1856, ο Ντίκενς συνεργάστηκε με τον Wilkie Collins στο θεατρικό The Frozen Play με αποτέλεσμα να καταφέρει να αγοράσει το κτήμα που ονειρευόταν από τα παιδικά του χρόνια, το Gad’s Hill, ενώ το 1857 γνώρισε τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν τον οποίο και φιλοξένησε και τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα. Λίγο αργότερα ο Ντίκενς θα ανεβάσει με την θεατρική του εταιρεία το The Frozen Deep για την Βασίλισσα της Αγγλίας και εκεί θα γνωριστεί με την ηθοποιό Ellen Ternan την οποία δεν άργησε να ερωτευτεί. Ο χωρισμός από την γυναίκα του ήταν αναπόφευκτος καθώς είχαν απομακρυνθεί μετά τα πολλά χρόνια γάμου και η σχέση τους είχε ήδη φθαρεί.

Ήδη από το 1858 ο Ντίκενς πληρωνόταν για τις δημόσιες αναγνώσεις του πράγμα το οποίο συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του σε Αγγλία, Σκωτία και Ιρλανδία, ενώ το 1861 μετά το πιο αυτοβιογραφικό του έργο David Copperfield, συνέταξε τις Μεγάλες Προσδοκίες.

Από το 1867 η υγεία του αρχίζει να κλωνίζεται αλλά εκείνος συνέχιζε το ογκώδες πνευματικό και σωματικό του έργο καθώς δεν σταμάτησε να ταξιδεύει παρά τις υποδείξεις των γιατρών του. Ωστόσο το 1869 κατά τη διάρκεια νέων διαλέξεων του κατέρευσε δείχνοντας σημάδια ελαφρού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Όπως ήταν φυσικό οι επόμενες δημόσιες εμφανίσεις του αναβλήθηκαν αλλά ο ίδιος ξεκίνησε το έργο του The Mystery of Edwin Drood το οποίο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ποτέ καθώς άφησε την τελευταία του πνοή ύστερα από νέο εγκεφαλικό στις 9 Ιουνίου του 1870. Η κηδεία του Καρόλου Ντίκενς έγινε στις 14 Ιουνίου στο Αβαείο του Westminster αφήνοντας ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο πίσω του που αξιοποιήθηκε όχι μόνο κρατώντας συντροφιά στους απανταχού λάτρεις των μυθιστορημάτων του, αλλά δίνοντας έμπνευση σε σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου να ασχοληθούν και να μεταφέρουν τα έργα και τους χαρακτήρες του επάνω στη σκηνή.
Capital.gr 31 – 12 – 2011 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου